-
1 ἐπι-μᾶλλον
ἐπι-μᾶλλον, noch mehr, richtiger ἐπὶ μᾶλλον.
-
2 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
-
3 μάλλον
1. επίρρ.1) скорее, вероятнее всего, вернее всего; пожалуй, по всей вероятности;θα είμαι μάλλον μόνος — скорее всего я буду один;
μάλλον όχι — пожалуй, нет;
μάλλον έχεις δίκηο — пожалуй, ты прав;
εγώ μάλλον θα έρθω — я, пожалуй, приду; — по всей вероятности, я приду;
2) уст. больше, более;η καστανέα ευδοκιμεί μάλλον εις τα ορεινά εδάφη — каштан больше любит гористую местность;
μάλλον την μητέρα του μοιάζει παρά τον πατέρα του — он больше похож на мать, чем на отца;
βλαβερός παρά ωφέλιμος — скорее вредный, чем полезный;§ επί μάλλον και μάλλον — всё более и более;
(κατά τό) μάλλον η ( — или καί) ήττον — более илиμάλλον менее;
μάλλον δε — вернее, точнее;
πολλοί μάλλον δε πάντες — многие, а вернее — все;
τοσούτο μάλλον όσω ( — или ώστε) — тем более что...;
2. επίθ.:ο μάλλον επιμελής — наиболее прилежный;
οι μάλλον ζημιωθέντες — потерпевшие наибольший ущерб
-
4 ἐπι-τείνω
ἐπι-τείνω (s. τείνω), 1) darauf, darüber spannen, bei Hom. in tmesi, ἐπὶ νὺξ ὀλοἡ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 11, 19, vgl. Il. 17, 736; ἐπιτείνεσκε ἐπὶ τἡν γέφυραν ξύλα, legte darüber, Her. 1, 186; ὑπὲρ τάφρου 4, 201. Gew. – 2) anspannen, eine Saite, Ggstz ἀνιέναι, Plat. Lys. 209 b; τὰ τόξα καὶ τὰς λύρας ἀνίεμεν ἵνα ἐπιτεῖναι δυνηϑῶμεν Plut. educ. lib. 13; τὴν φωνήν, = ὀξὺ φϑέγγεσϑαι, Arist. Physiogn. 2. – Uebertr., anstrengen, ἑαυτόν, wie das pass., Plut. Alex. 40; steigern, τὰς ἡδονὰς ἡ τῶν οἴνων πόσις ἐπιτείνει Plat. Legg. I, 645 d, öfter; μᾶλλον ἐπιταϑὲν τοῦ δέοντος Rep. III, 410 d; ἐπιτείνει καὶ ἀνίησι Arist. Eth. 6, 1; τὰ τιμήματα pol. 5, 8; ἐπιταϑέντας ταῖς εὐνοίαις, vom erhöhten Wohlwollen, Pol. 17, 16, 3; absolut, ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν, wie wir sagen: er spannte die Saiten noch höher, Dem. 56, 13; ἐπέτεινεν ὁ λιμός, die Hungersnoth stieg, Plut. Cam. 28; ἡ ὀργή Pol. 15, 27, 1; vom Fieber, Hippocr. – Pass. sich anstrengen, εἰς ἀνδραγαϑίαν Xen. Cyr. 7, 5, 82, wie Arist. pol. 4, 6 auch das act. braucht; – ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον ἐπιταϑῆναι, längere Zeit damit auskommen, reichen, Xen. Lac. 2, 5.
-
5 ἐπί
ἐπί, Thess. (before τ)Aἐτ IG9(2).517.14
(iii B. C.), Prep. with gen., dat., and acc., to denote the being upon or supported upon a surface or point.A WITH GEN.:I of Place,1 with Verbs of Rest, upon,καθέζετ' ἐ. θρόνου Il.1.536
;ἧστο.. ὑψοῦ ἐπ' ἀκροτάτης κορυφῆς 13.12
;ἐ. πύργου ἔστη 16.700
;κεῖται ἐ. χθονός 20.345
: without a Verb expressed, ἔγχεα ὄρθ' ἐ. σαυρωτῆρος (sc. σταθέντα)ἐλήλατο 10.153
; ἔκλαγξαν ὀϊστοὶ ἐπ' ὤμων the arrows on his shoulders, 1.46; ἐ. γῆς, opp. ὑπὸ γῆς, Pl.Lg. 728a: also with Verbs of Motion, where the subject rests upon something, as on a chariot, a horse, a ship, φεύγωμεν ἐφ' ἵππων on our chariot, Il.24.356;οὐκ ἂν ἐφ' ὑμετ έρων ὀχέων.. ἵκεσθον 8.455
;ἄγαγε.. δῶρ' ἐπ' ἀπήνης 24.447
;ἐπὶ τῆς ἁμάξης.. ὠχέετο Hdt.1.31
;ἐπὶ τῶν ἵππων ὀχεῖσθαι X.Cyr.4.5.58
;οὓς κῆρες φορέουσι.. ἐ. νηῶν Il.8.528
;πέμπειν τινὰς ἐ. τριήροιν X.HG5.4.56
, etc.;ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170
; τὴν κλεῖδα περιφέρειν ἐφ' ἑαυτοῦ to carry the key about on his person, Numen. ap. Eus.PE14.7; βαδιοῦνται ἐ. δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp. 190d; ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορεῖν walk on tiptoe, S.Aj. 1230; of places, upon, if the place is an actual support,νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω Id.OT 416
; ἐ. τοῦ εὐωνύμον on the left, ἐ. τῶν πλευρῶν on the flanks, X.An.1.8.9,3.2.36; but most freq., in, rarely in Hom., ἐπ' ἀγροῦ in the country. Od. 1.190;γᾶς ἐ. ξένας S.OC 1705
(lyr.);νήσου τῆσδ' ἐφ' ἧς ναίει Id.Ph. 613
;ἐ. ξένας δμωῒς ἐπ' ἀλλοτρίας πόλεος E.Andr. 137
(lyr.);οἱ ἐ. Θρᾴκης σύμμαχοι Th.5.35
;τοὺς ἐ. τῆς Ἀσίας κατοικοῦντας Isoc.12.103
; ἐπ' οἰκήματος κατίσαι, καθῆσθαι, in a brothel, Hdt.2.121.έ, Pl. Chrm. 163b;τοὺς ἐ. τῶν οἰκημάτων καθεζομένους Aeschin.1.74
;ἐ. τῶν ἐργαστηρίων καθίζειν Isoc.7.15
; μένειν ἐ. τῆς αὐτῶν (sc. χώρας ) remain in statu quo, Indut. ap. Th.4.118;οἱ ἐπ' ἐρημίας λῃστεύοντες Jul. Or.7.210a
; later of towns,ἐπ' Ἀλεξανδρείας BGU908.16
(ii A.D.), etc.; sts. also, at or near, ἐπ' αὐτάων (sc. τῶν πηγῶν) Il.22.153;κόλπος ὁ ἐ. Ποσιδηΐου Hdt.7.115
; αἱ ἐ. Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι off Lemnos, ib.6 codd.; τὰ ἐ. Θρᾴκης the Thrace- ward region, Th.1.59, cf. IG12.45.17, etc.; ποταμοὶ ἐφ' ὧν ἔξεστιν ἡμῖν ταμιεύεσθαι.. on, i.e. near which.., X.An.2.5.18; ἐ. τῶν τραπεζῶν at the money-changers' tables, Pl.Ap. 17c; in Geom., αἱ ἐφ' ὧν AA BB [ γραμμαί] the lines AA BB, Arist.EN 1132b6, etc.; ἕλιξ ἐφ' ἇς τὰ ΑΒΓΔ a spiral ABCD, Archim.Spir.13 (cf. B.1.1k); also ἐ. τοῦ βάτου in the passage concerning the bush, Ev.Marc.12.26.2 in various relations not strictly local, μένειν ἐ. τῆς ἀρχῆς remain in the command, X.Ages.1.37; μένειν ἐ. τινος abide by it, D.4.9; ἐ. τῶν πραγμάτων, ἐ. τοῦ πολεμεῖν εἶναι, to be engaged in.., Id.15.11, Prooem.1; ἐ. ὀνόματος εἶναι bear a name, Id.39.21;ἔχεται πόλις ἐ. νόσου S.Ant. 1141
(lyr.).b of ships, ὁρμεῖν ἐπ' ἀγκύρας ride at (i.e. in dependence upon an) anchor, Hdt.7.188; ἐ. προσπόλου μιᾶς χωρεῖν dependent upon an attendant, S.OC 746.c with the personal and reflexive Pron., once in Hom.,εὔχεσθε.. σιγῇ ἐφ' ὑμείων Il.7.195
; later mostly with [ per.] 3rd pers., ἐπ' ἑωυτῶν κεῖσθαι by themselves, Hdt.2.2, cf. 8.32;οἰκέειν κώμην Id.5.98
;ἐ. σφῶν αὐτῶν αὐτόνομοι οἰκεῖν Th.2.63
;ἵζεσθαι Hdt.9.17
;ἐφ' ἑαυτῶν πλεῖν Th.8.8
; ἐπ' ὑμέων αὐτῶν βαλέσθαι consider it by yourselves, Hdt.3.71, etc.;αὐτὴ ἐφ' αὑτῆς σκοποῦσα Th.6.40
; ; ἐπ' ἑωυτῶν διαλέγονται speak in a dialect of their own, Hdt. 1.142; alsoαὐτοὶ ἐφ' ἑαυτῶν χωρεῖν X. An.2.4.10
; , cf. Sph. 217c; τὸ ἐφ' ἑαυτῶν μόνον προορώμενοι considering their own interest only, th.1.17.d with numerals, to denote the depth of a body of soldiers, ἐ. τεττάρων ταχφῆναι to be drawn up four deep, four in file, X.An.1.2.15, etc.; ἐ. πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι, of the Thebansat Leuctra, Id.HG 6.4.12; ἐπ' ὀλίγων τεταγμένοι, i.e. in a long thin line, Id.An.4.8.11; ; ἐφ' ἑνὸς ἄγειν in single file, X.Cyr.2.4.2, cf. An.5.2.6; rarely of the length of the line,ἐ. τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῦς Th.2.90
; in X.,ἐγένοντο τὸ μέτωπον ἐ. τριακοσίων.. τὸ δὲ βάθος ἐφ' ἑκατόν Cyr.2.4.2
; πλεῖν ἐ. κέρως, ἐ. κέρας, v. infr. c.1.3; ἐ. φάλαγγος γίγνεται τὸ στράτευμα is formed in column, An.4.6.6, etc. (but in E.Ph. 1467, ἀσπίδων ἔπι is merely in or under arms): hence, generally, ἐ. ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος eight bricks wide, X.An.7.8.14.e c. gen. pers., before, in presence of,ἐ. μαρτύρων.. πράσσεταί τι Antipho 2.3.8
;ἐξελέγχεσθαι ἐ. πάντων D.25.36
; so, before a magistrate or official,ἐ. τοῦ στρατηγοῦ POxy. 38.11
(i A.D.), cf. UPZ71.15 (ii B.C.), Ev.Matt.28.14;γράψομαί σε ἐ. Ῥαδαμάνθυος Luc.Cat.18
;τινὰ εἰς δίκην καὶ κρίσιν ἐ. τῶν στρατοπέδων προκαλεῖν Jul.Or.1.30d
;πίστεις δοῦναι ἐ. θεῶν D.H.5.29
; but ἐπὶ δικασταῖς is f.l. in D.19.243 (leg. ἔπη).f with Verbs of perceiving, observing, judging, etc., in the case of,ἐπὶ νούσων παντοίων ἐπύθοντο Emp.112.10
;ὁρᾶν τι ἐ. τινος X.Mem.3.9.3
;αἰσθάνεσθαί τι ἐ. τινος Pl.R. 406c
, etc.;τὴν γνώμην ἔχειν ἐ. τινος Hyp.Eux.32
;τὰ συμβόλαια ἐ. τῶν νόμων σκοπεῖν D.18.210
; ἐπ' αὐτῶν τῶν ἔργων ἂν ἐσκόπει ib.233, cf. 25.2 (v.l.);ἐφ' ἑνός τι παριδεῖν Lycurg.64
;τὰς ἐναντιώσεις ἐ. μὲν τῶν λόγων τηροῦντες, ἐ. δὲ τῶν ἔργων μὴ καθορῶντες Isoc.13.7
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ Men.631
;ἀγνοεῖν τι ἐ. τινος X.Mem.2.3.2
; also with Verbs of speaking, on a subject,λέγειν ἐ. τινος Pl.Chrm. 155d
, R. 524e, etc.;ἐπιδεῖξαί τι ἐ. τινος Isoc.8.109
; .3 implying Motion:a where the sense of motion is lost in the sense of being supported, ὀρθωθεὶς.. ἐπ' ἀγκῶνος having raised himself upon his elbow, Il.10.80;ἐ. μελίης.. ἐρεισθείς 22.225
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐ. θρόνου 18.389
.b in a pregnant sense, denoting the goal of motion (cf.εἰς A.1.2
,ἐν A.1.8
), νῆα.. ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν drew the ship upon the land and left it there, 1.485; περάαν νήσων ἔπι carry to the islands and leave there, 21.454, cf.22.45;ἐ. τῆς γῆς καταπίπτειν X.Cyr.4.5.54
; ἀναβῆναι ἐ. τῶν πύργων ib.7.1.39;ἐπ' Ἀβύδου ἀφικομέναις Th.8.79
(v.l.); freq. of motion towards or (in a military sense) upon a place,προτρέποντο μελαινάων ἐ. νηῶν Il.5.700
;τρέσσε.. ἐφ' ὁμίλου 11.546
(but νήσου ἔ. Ψυρίης νέεσθαι to go near Psyria, Od.3.171); ἐπ' οἴκου ἀπελαύνειν, ἀναχωρεῖν, ἀποχωρεῖν, homewards, Hdt.2.121.δ, Th.1.30,87, etc.; also with names of places,ἰέναι ἐ. Κυζίκου Hdt.4.14
;πλεῖν ἐ. Χίου Id.1.164
, cf. 168; ἀποπλεῖν ἐπ' αἰγύπτου ib. 1;ἀπαλλάσσεσθαι ἐ. Θεσσαλίης Id.5.64
; ὁ κόλπος ὁ ἐ. Παγασέων φέρων the bay that leads to Pagasae, Id.7.193; ἡ ἐ. βαβυλῶνος ὁδός the road leading to B., X.Cyr. 5.3.45, cf.An.6.3.24.c metaph., ἐ. γνώμης τινὸς γίγνεσθαι come to an opinion, D.4.7;ἐπ' ἐλπίδος γενέσθαι Plu.Sol.14
; ὡς ἐ. κινδύνου as if to meet danger, Th.6.34;ἐ. τοῦ ἀλύπως ζῆν
with a view to..,Pl.
Prt. 358b; cf. infr. B. 111.2.II of Time, in the time of,ἐ. προτέρων ἀνθρώπων Il.5.637
,23.332;ἐ. Κρόνου Hes.Op. 111
; ἐ. Κέκροπος, ἐ. Δαρείου, etc., Hdt.8.44,6.98, etc.;ἐ. τῶν τριάκοντα Lys.13.2
;ὀλιγαρχία ἡ ἐ. τῶν τετρακοσίων καταστᾶσα Isoc.8.108
; ἐ. τούτου τυραννεύοντος, ἐ. Λέοντος βασιλεύοντος, ἐ. Μήδων ἀρχόντων, etc., Hdt.1.15,65, 134, etc.;ἐ. τῆς ἐμῆς βασιλείας Isoc.3.32
; ἐπ' ἐμεῦ in my time, Hdt.1.5, 2.46, etc.;ἡ εἰρήνη ἡ ἐπ' Ἀνταλκίδου D.20.54
, cf. X.HG5.1.36;αἱ ἐπ' Ἀσδρούβα γενόμεναι ὁμολογίαι Plb.3.15.5
; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797, 9.403;ἐπ' ἐμῆς νεότητος Ar.Ach. 211
(lyr.);ἐ. Λάχητος καὶ τοῦ προτέρου πολέμου Th.6.6
; ἐπ' ἡμέρης ἑκάστης v.l. for -ῃ -τῃ in Hdt.5.117.b later ἐ. δείπνου at dinner, Luc.Asin.3; ἐ. τῆς τραπέζης, ἐφ' ἑκάστης κύλικος, Plu.Alex.23; ἐ. τῆς κύλικος, ἐ. τοῦ ποτηρίου, Luc.Pisc.34, Plu.Alex.53.III in various causal senses:1 over, of persons in authority,ἐπ' οὗ ἐτάχθημεν Hdt.5.109
; οἱ ἐ. τῶν πραγμάτων the public officers, D.18.247; freq. in forged decrees, ὁ ἐ. τῶν ὅπλων στρατηγός ib.38; ὁ ἐ. τῶν ὁπλιτῶν, τῶν ἱππέων, ib.116; ὁ ἐ. τῆς διοικήσεως ib.38 (but cf. c. 111.3); τοῦ ἐ. τῶν ὁπλιτῶν is f.l. in Lys. 32.5;ὁ ἐ. τῆς χώρας στρατηγός Plu.Phoc.32
;οἱ ἐ. τῶν σιτοποιῶν καὶ μαγείρων Id.Alex.23
;ὁ ἐ. τοῦ οἴνου Id.Pyrrh.5
; ὁ ἐ. τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ὄθωνος, = Lat. ab epistulis, his secretary, Id.Oth.9; cf. B. 111.6.2 κεκλῆσθαι ἐ. τινος to be called after him, Hdt.4.45;ἐ. τινος μετονομασθῆναι Id.1.94
:ἐ. τινος τὰς ἐπωνυμίας ἔχειν Id.4.107
; ἐ. τινος ἐπώνυμος γίγνεσθαι ib. 184; alsoἐπ' ὀνόματος καλεῖν Plb.5.35.2
.3 of occasions, circumstances, and conditions, οὐκ ἐ. τούτου μόνον, ἀλλ' ἐ. πάντων, on all occasions, D.21.38, cf. 183;ἐφ' ἑκάστων Pl.Phlb. 25e
;ἐφ' ἑκατέρου Id.Tht. 159c
;ἐφ' ἑκάστης μαντείας D.21.54
; ἐπ' ἐξουσίας καὶ πλούτου πονηρὸν εἶναι in.. ib.138; ἐ. τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ πράγματος ib.72, cf. 18.17;τὴν ἐ. τῆς πομπῆς καὶ τοῦ μεθύειν πρόφασιν λαβών Id.21.180
;ἐ. σχολῆς Aeschin.3.191
;ἐπ' ἀδείας Plu. Sol.22
;ἐπ' ἀληθείας Ev.Marc.12.14
, POxy.255.16 (i A.D.): hence in adverbial phrases, ἐπ' ἴσας (sc. μοίρας) equally, S.El. 1062 (lyr.);ἐ. καιροῦ D.20.90
; ἐπ' ἐσχάτων at the last, LXXDe.17.7 (v.l. ἐσχάτῳ) ; ἐπὶ τοῦ παρόντος for the present, SIG543.6 (Epist. Philipp.).4 in respect of,ἐ. τῶν πραγμάτων Arist.Pol. 1280a17
, cf. EN 1131b18; concerning,τὰ ἐπ' αὐτῶν ἐνεστηκότα PTeb.7.6
(ii B. C.).B WITH DAT.:I of Place, upon, just like the gen. (hence Poets use whichever case suits the metre, whereas in Prose the dat. is more freq.):1 with Verbs of Rest,ἕζεο τῷδ' ἐ. δίφρῳ Il.6.354
;ἧντ' ἐ. πύργῳ 3.153
;στῆ δ' ἐ... νηΐ 8.222
;κεῖσθαι ἐ. τινι X.An.1.8.27
; καίειν ἐ. πᾶσι (sc. βωμοῖς) Il.8.240;ἔβραχε χαλκὸς ἐ. στήθεσσι 4.420
;ἐ. χθονὶ δέρκεσθαι 1.88
, etc.: also with Verbs of Motion, where the subject rests upon something, (v.l. for ἐν); ἐπ' ὤμοις φέρειν E.Ph. 1131
(but ἐφ' ἵππῳ, ἐφ' ἵπποις and the like are never used for ἐφ' ἵππου, etc.); of places, mostly in,ἐ. τῇ χώρῃ Hdt.5.77
;τἀπὶ Τροίᾳ πέργαμα S.Ph. 353
;ἐπ' ἐσχάτοις τόποις Id.Tr. 1100
;ἐ. τῇ ψυχῇ δάκνομαι Id.Ant. 317
; also, at or near,ἐ. κρήνῃ Od.13.408
;ἐ. θύρῃσι Il.2.788
, etc.; of rivers, etc., by, beside,ἐ. ὠκυρόῳ Κελάδοντι.. 7.133
, etc.;ἐπ' ἐσχάρῃ Od.7.160
;ἐ. νηυσί Il.1.559
, etc.; of persons, οὐ τἀπὶ Λυδοῖς οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ λατρεύματα in Lydia, in the power of O., S.Tr. 356.b on or over, ἐπ' Ἰφιδάμαντι over the body of Iphidamas, Il.11.261, cf. 4.470; ; also, over or in honour of,ἐ. σοὶ κατέθηκε.. ἄεθλα Od.24.91
; [βοῦς] ἐ. Πατρόκλῳ πέφνεν Il. 23.776
; , cf. Lys.2.80; in [dialect] Dor. and [dialect] Aeol.sepulchral Inscrr., Schwyzer 348,al.c in hostile sense, against, Hdt.1.61,6.74, 88, S.Ph. 1139 (lyr.), etc.; as a check upon,οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐ. τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
, cf. 1271a39; also, towards, in reference to,ἐ. πᾶσι χόλον τελέσαι Il.4.178
;ἐπ' ἔργοις πᾶσι S.OC 1268
;δικαιότερος καὶ ἐπ' ἄλλῳ ἔσσεαι Il.19.181
, cf. S.Tr. 994 (anap.), etc.;ἐ. τοῖς δυνατοῖς ἔχειν τὴν γνώμην Democr. 191
; τὸ ἐ. πᾶσιν τοῖς σώμασι κάλλος extending over all bodies, Pl. Smp. 210b; ἡ [παιδεία] ἡ ἐ. σώμασι, ἐ. ψυχῇ, Id.R. 376e; τἀπὶ σοὶ κακά the ills which lie upon thee, S.Ph. 806: in [dialect] Att. also, νόμον τίθεσθαι, θεῖναι ἐ. τινι, make a law for his case, whether for or against, Pl.Grg. 488d, Lexap.And.1.87;νόμους ἀναγράψαι ἐ. τοῖς ἀδικοῦσι D.24.5
; νόμος κεῖται ἐ. τινι ib.70; τἀπὶ τῷ πλήθει νενομοθετημένα ib.123, cf. 142; τί θεσμοποιεῖς ἐ. ταλαιπώρῳ νεκρῷ; E.Ph. 1645.d. of accumulation, upon, after, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ one pear after another, pear on pear, Od.7.120;ἐ. κέρδεϊ κέρδος Hes.Op. 644
;ἄτη ἑτέρα ἐπ' ἄτῃ A. Ch. 404
(lyr.); πήματα ἐ. πήμασι, ἐ. νόσῳ νόσος, S.Ant. 595, OC 544 (both lyr.).e. in addition to, over and above, besides, οὐκ ἄρα σοί γ'ἐ. εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν Od.17.454
, cf. 308;ἄλλα τε πόλλ' ἐ. τῇσι παρίσχομεν Il.9.639
, cf. Od.22.264; ἐ. τοῖσι besides, 24.277;ἐ. τούτοις Him.Or.14.10
; so of Numerals,τρισχιλίους ἐ. μυρίοις Plu.Publ.20
, cf. Jul.Or.4.148c, etc.;γυναῖκ' ἐφ' ἡμῖν.. ἔχει E.Med. 694
: with Verbs of eating and drinking, with,ἐ. τῷ σίτῳ πίνειν ὕδωρ X.Cyr.6.2.27
; νέκταρποτίσαι ἐπ' ἀμβροσίᾳ Pl.Phdr. 247e
; esp. of a relish, κάρδαμον μόνονἐ. τῷ σίτῳ ἔχειν X.Cyr.1.2.11
;παίειν ἐφ' ἁλὶ τὰν μᾶδδαν Ar.Ach. 835
: metaph., ἐ. τῷ φάγοις ἥδιστ' ἄν; ἐ. βαλλαντίῳ; Id.Eq. 707; later ἐ. γογγυλίσι διαβιῶναι live on turnips, Ath.10.419a.g. in dependence upon, in the power of,τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κεῖται Pi.P.8.76
; ἐ. τινί ἐστι it is in his power to do, c.inf., Hdt.8.29, etc.;ἐ. σοί ἐστιν ἀναζωπυρεῖν M.Ant.7.2
;ἐ. ἑτέροις γίγνεσθαι Th.6.22
; ἐ. τῷ πλήθει in their hands, S.OC66, cf. Th.2.84; τὸ ἐπ' ἐμοί, τὸ ἐ. ἐκείνῳ, etc., as far as is in my power, etc., X. Cyr.5.4.11, Isoc.4.142, etc.;τὸ ἐ. τούτοις εἶναι Lys.28.14
; ἐ. τοῖς υἱάσι their property, Leg.Gort.4.37.h. according to, ἐ. τοῖς νόμοις Lexap.D. 24.56;ἐ. πᾶσι δικαίοις ποιούμεθα τοὺς λόγους Id.20.88
;ἐ. προφάσει θηρός S.Tr. 662
codd.(lyr.).i. of condition or circumstances in which one is,ἀτελευτήτῳ ἐ. ἔργῳ Il.4.175
, etc.;ἐπ' ἀρρήτοις λόγοις S.Ant. 556
; (lyr.);ταύταις ἐ. συντυχίαις Pi.P.1.36
;ἐπ' εὐπραξίᾳ S.OC 1554
;ἐ. τῷ παρόντι Th.2.36
; ἐπ' αὐτοφώρῳ λαβεῖν, v. αὐτόφωρος; also ἐ. τῷ δείπνῳ at dinner, X.Cyr.1.3.12, Thphr.Char. 3.2;ἐ. τῇ κύλικι Pl.Smp. 214b
;ἐ. θαλίαις E.Med. 192
(anap.).k. Geom., of the point, etc., at which letters are written, κέντρον ἐφ' ᾧ K Hippocr. ap. Simp.in Ph.64.14; ἡ [γραμμὴ] ἐφ' ᾗ HK the line HK, Arist.Mete. 375b22.2. with Verbs of Motion:a. where the sense of motion merges in that of support,ἐ. χθονὶ βαίνει Il.4.443
;θεῖναι ἐ. γούνασιν 6.92
;καταθέσθαι ἐ. γαίῃ 3.114
; ἱστὸν ἔστησεν ἐ.ψαμάθοις 23.853
;ἐ. φρεσὶ θῆκε 1.55
; δυσφόρους ἐπ' ὄμμασι γνώμαςβαλεῖν S.Aj.51
, etc.b. in pregnant construction, πέτονται ἐπ' ἄνθεσιν fly on to the flowers and settle there, Il.2.89; ἐκ.. βαῖνον ἐ.ῥηγμῖνι θαλάσσης Od.15.499
;καθεῖσεν ἐ. Σκαμάνδρῳ Il.5.36
; ἦλθε δ'ἐ. Κρήτεσσι 4.251
, cf. 273;νῆες εἰρύατ'.. ἐ. θινὶ θαλάσσης 4.248
.c. rarely for εἰς c.acc.,νηυσὶν ἔ. γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν 5.327
, 11.274.d. in hostile sense, upon or against, ἐ. τινι ἔχειν, ἰθύνειν ἵππους, 5.240, 8.110; ἐ. τινι ἱέναι βέλος, ἰθύνεσθαι ὀϊστόν, 1.382, Od.22.8; ἐ. τοιἈκράγαντι τανύσαις Pi.O.2.91
;ἐ. Τυδεΐδῃ ἐτιταίνετο.. τόξα Il.5.97
;ἐφ' Ἕκτορι.. ἀκοντίσσαι 16.358
;κύνας.. σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ 11.293
;ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214
, cf. E.Ph. 1379, etc.: also ἐ. τινιτετάχθαι Th.2.70
, 3.13;ὅστις φάρμακα δηλητήρια ποιοῖ ἐ. Τηΐοισιν SIG37.2
(Teos, v B.C.).II. of Time, rarely, and never in good [dialect] Att., exc. in sense of succession (infr. 2), ἐ. νυκτί by night, Il.8.529;ἐφ' ἡμέρῃ, αἱ δ' ἐ. νυκτί Hes.Op. 102
; ἐπ' ἤματι τῷδε on this very day, Il.13.234; ἐπ' ἤματι for to-day, 19.229, 10.48, Od.2.284; αἰεὶ ἐπ' ἤματι every day, 14.105;ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ Hdt.4.112
, 5.53, cf. D.S. 34/5.2.1;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ ἐστίν Heraclit.6
;ἐ. τρίς Act.Ap.10.16
, PHolm.1.18.2. of succession, after, ἕκτῃ ἐ. δέκα on the 16th of the month, Chron. ap. D.18.155, Decr.ib.181 ( δεκάτῃ codd.); τετράδιἐ. δέκα IG12.304.62
; πρὸ τῆς ἕκτης ἐ. δέκα ib.22.1361.19; ἐπ' ἐξεργασμένοισι, = Lat. re peracta, Hdt.4.164, etc.; ἐ. τινι ἀγορεύειν, ἀνίστασθαι, E.Or. 898, 902, X.Cyr.2.3.7, etc.;ἐ. διεφθαρμένοισι Ἴωσι Hdt.1.170
, τὰ ἐ. τούτοισι, = Lat. quod superest, Id.9.78, cf. Th.1.65, A.Ag. 255, etc.;τοὐπὶ τῷδε πῆμα E.Hipp. 855
(lyr.), etc.3. in the time of (cf. A. 11) only in Arc., A 21, cf. 666 (Orchom.).III. in various causal senses:1. of the occasion or cause, τετεύξεται ἄλγε' ἐπ' αὐτῇ for her, Il.21.585; ἐ. σοὶ μάλα πόλλ' ἔπαθον for thee, 9.492: freq. with Verbs expressing some mental affection,ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι Heraclit.87
; μέγα φρονεῖν ἐ. τινι to be proud at or of a thing, Pl.Prt. 342d, X.HG3.4.11, etc.; χλιδᾶν ἐ . τινι S.El. 360; ἀγάλλεσθαι, ἀγανακτεῖν ἐ. τοῖς παροῦσι, X.An.2.6.26, Isoc.4.122;ὀνομαστὸς ἐ. τινι γεγονέναι X.Mem.1.2.61
; also ἐφ' αἵματι φεύγειν to be tried on a capital charge, D.21.105; πληγὰς λαμβάνεινἐ. τινι X.Cyr.1.3.16
;ζημιοῦσθαι ἐ. τινι D.24.122
, etc.: in adverbial phrases [δικάσσαι] ἐπ' ἀρωγῇ with favour, Il.23.574;δολίῃ ἐ. τέχνῃ Hes. Th. 540
;ἐ. μιῇ αἰτίῃ ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν Hdt.1.137
, etc.; ἐ . κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῇ for malice, Th.1.37; ἐπ' εὐνοία, ἐπ' ἔχθρα, D. 18.273, 21.55; ἐπ' ἀγαθῇ ἐλπίδι with.., X.Mem.2.1.18, cf. Ep.Rom. 4.18; ἐφ' ἑκατέροις in both cases, Pl.Tht. 158d, cf. Xenoph.34.4; ἐ.δάκρυσί τινα καταστένειν E. Tr. 315
(lyr.); ἐ. τῇ πάσῃ συκοφαντίᾳ καὶ διασεισμῷ Mitteis Chr. 31 vI (ii B.C.), etc.2. of an end or purpose,υἱὸν ἐ. κτεάτεσσι λιπέσθαι Il.5.154
, cf. 9.482; ἐ. δόρπῳ for supper, Od.18.44;ἐ. κακῷ ἀνθρώπου σίδηρος ἀνεύρηται Hdt.1.68
;ἐ. διαφθορῇ Id.4.164
;ἐ. σῷ καιρῷ S.Ph. 151
(lyr.);ἐ. τῷ κέρδει X.Mem.1.2.56
; δῆσαι ἐ. θανάτῳ or τὴν ἐ. θανάτῳ, Hdt.9.37, 3.119, cf.1.109, X.An.1.6.10;ἐ. θανάτῳ συλλαβεῖν Isoc.4.154
; ἐπ' ἐξαγωγῇ for exportation, Hdt.5.6; χρηστηριάζεσθαι ἐ. τῇ χώρῃ with a view to gaining.., Id.1.66;ἐ. τούτοις ἐθύσαντο X.An.3.5.18
;ἐ. τῷ ὑβρίζεσθαι Th.1.38
, cf.34, etc.;τι κακοτεχνεῖν ἐ. αἰσχύνῃ τοῦ ἀνδρός PEleph.1.6
(iv B.C.).3. of the condition upon which a thing is done, ἐ. τούτοισι on these terms, Hdt.1.60, etc.;ἐ. τοῖσδε, ὥστε.. Th.3.114
; ἐ. τούτῳ, ἐπ' ᾧτε on condition that.., Hdt.3.83, cf. 7.158: in orat. obliq., ἐπ' or ἐφ' ᾧτε folld. by inf., Id.1.22, 7.154, X.HG2.2.20;ἐφ' ᾧ μηδὲν κακὸν ποιήσουσιν Th.1.126
(but ἐφ' ᾧ = wherefore, Ep.Rom.5.12); ἐπ' οὐδενί on no condition, on no account, Hdt.3.38; but, for no adequate reason, D. 21.132; ἐπ' ἴσῃ τε καὶ ὁμοίῃ, ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, on fair and equal terms, Hdt.9.7, Th.1.27; ἐ. ῥητοῖς, v. ῥητός; also of a woman's dowry,τὴν μητέρα ἐγγυᾶν ἐ. ταῖς ὀγδοήκοντα μναῖς D.28.16
; γῆμαίτινα ἐ. δέκα ταλάντοις And.4.13
;τὴν θυγατέρα ἔχειν γυναῖκα ἐ. τῇ τυραννίδι Hdt.1.60
; on the principle of..,ἐ. τῷ μὴ λυπεῖν ἀλλήλους Th.1.71
.4. of the price for which..,ἔργον τελέσαι δώρῳ ἔ. μεγάλῳ Il.10.304
, cf. 21.445; ἐ. τίνι χρήματι; Hdt.3.38; ἐ. πόσῳ; Pl.Ap. 41a; ἐ .ταλάντῳ χρυσίου Ar.Av. 154
; ἐπ' ἀργυρίῳ λέγειν, πράττειν, D.19.182, 24.200;ἐ. χρήμασι λυμαίνεσθαι Id.19.332
;ἐ. πολλῷ ἐρρᾳθυμηκότες Id.1.15
; also of money lent at interest, δανείζεσθαι ἐ. τοῖς μεγάλοις τόκοις ibid.; ἐ. δραχμῇ δανείζειν lend at 12 per cent., Id.27.9; ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου δανείζειν, i.e. at 16 per cent., Id.53.13;ἐ. διακοσίαις εἴκοσι πέντε τὰς χιλίας
for per mille, i.e. 22.5 per cent., Syngr. ap. eund.35.10; also of the security on which money is borrowed,δανείζειν ἐ. ἀνδραπόδοις Id.27.27
; ἐπ' οἴνουκεραμίοις τρισχιλίοις Id.35.18
;ἐ. νηΐ Id.56.3
;δανείζειν ἐ. τοῖς σώμασιν Arist.Ath.9.1
, cf. 2.2, D.H.4.9.5. of names, φάος καὶ νὺξ ὀνόμασται..ἐ. τοῖσί τε καὶ τοῖς Parm.9.2
;ἐ. τῇ τοῦ οἰκείου ἔχθρᾳ στάσις κέκληται Pl.R. 470b
; soὄνομα κεῖται ἐ. τινι X.Cyr.2.2.12
; ὄνομα καλεῖνἐ. τινι Pl.Sph. 218c
, cf. 244b; πότερον ταῦτα, πέντε ὀνόματα ὄντα, ἐ.ἑνὶ πράγματί ἐστι Id.Prt. 349b
(v. supr. A. 111.2).6. of persons in authority, ὅς μ' ἐ. βουσὶν εἷσεν who set me over the kine, Od.20.209, cf. 221;ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι Il.6.25
;οὖρον κατέλειπον ἐ. κτεάτεσσιν Od.15.89
;σημαίνειν ἐ. δμῳῇσι 22.427
; πέμπειν ἐ. τοσούτῳστρατεύματι Th.6.29
;ἐ. ταῖς ναυσίν X.HG1.5.11
;οἱ ἐ. ταῖς μηχαναῖς Id.Cyr.6.3.28
; οἱ ἐ. ταῖς καμήλοις ib.33;οἱ ἐ. τοῖς πράγμασιν ὄντες D. 9.2
;ἐ. θυγατρὶ.. γαμεῖν ἄλλην γυναῖκα Hdt.4.154
.7. in possession of, possessing,ἐ. τοῖς ἑαυτοῦ μένειν Th.4.105
, cf. 8.86; ζῆν ἐ. παιδίοις, τελευτᾶν ἐ. παιδὶ γνησίῳ, Alciphr.1.3, Philostr.VS2.12.2;ἐ. παισὶ διαδόχοις Hdn.4.2.1
;ἀποθανεῖν ἐ. κληρονόμοις ταῖς θυγατράσι Artem.1.78
, cf. PMeyer6.22 (ii A.D.);ἐ. μόνῳ παιδὶ σαλεύειν Hld. 1.9
.C. WITH Acc.:I. of Place, upon or on to a height, with Verbs of Motion,ἐ. πύργον ἔβη Il.6.386
, cf. 12.375; ἐ. τὰ ὑψηλότατα τῶνὀρέων ἀναβαίνειν Hdt.1.131
;προελθεῖν ἐ. βῆμα Th.2.34
; ἀναβιβαστέον τινά, ἀναβαίνειν ἐ. τὸν ἵππον, Pl.R. 467e, X.An.3.4.35; also ἐξ ἵππωνἀποβάντες ἐ. χθόνα Il.3.265
; ἐξεκυλίσθη πρηνὴς ἐ. στόμα upon his face, 6.43;ἐ. θρόνον.. ἕζετο 8.442
; ὤμω.. ἐ. στῆθος συνοχωκότε drawn together upon his breast, 2.218;Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐ. σκέπας Od.6.212
;θέσθαι ἐ. τὰ γόνατα X.An.7.3.23
;ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν Aeschin.Socr.54
; ἐ. κεφαλήν head- foremost, Pl.R. 553b, Luc.Pisc.48 (v. κεφαλή): less freq. than ἐπί with gen. or dat.b. Geom., αἱ ἐ. τὰς ἁφὰς ἐπιζευγνύμεναι εὐθεῖαι joining the points of contact, Archim. Sph.Cyl.1.8; κάθετος ἐ. perpendicular to (v. κάθετος).2. to,ἦλθε θοὰς ἐ. νῆας Il.1.12
, etc.; ἐ. βωμὸν ἄγων ib. 440; ἴθυσαν δ' ἐ.τεῖχος 12.443
;ἐ. τέρμ' ἀφίκετο S.Aj.48
;ἡ [ὁδὸς] ἐ. Σοῦσα φέρει X. An.3.5.15
;ἡ ὁδὸς ἡ ἀπὸ τῶν Πυλῶν ἐ. τὸ Ποσειδώνιον Th.4.118
; ἐ.τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Id.1.79
: c.acc. pers.,βῆ δ' ἄρ' ἐπ' Ἀτρεΐδην Il.2.18
, cf. 10.18,85, 150, etc.: sts. in pregn. constr. with Verbs of Rest,ἐπιστῆναι ἐ. τὰς θύρας Pl.Smp. 212d
;παρεῖναι ἐ. τὸν τάφον Th.2.34
, cf. X.Cyr.3.3.12.b. metaph., ἐ. ἔργα τρέπεσθαι, ἰέναι, Il.3.422, Od.2.127;ἰέναι ἐ. τὸν ἔπαινον Th.2.36
;ἐ. συμφορὴν ἐμπεσεῖν Hdt.7.88
codd.; also ἐ. τὴν τράπεζαν ἀποδιδόναι, ὀφείλειν, pay, owe to the bank, D.33.12, Docum. ap. eund.45.31; ἡ ἐγγύη ἡ ἐ. τὴντράπεζαν D.33.10
; τὸ ἐ. τὴν τράπεζαν χρέως ib.24; also εἰσποιηθῆναι ἐ. τὸ ὄνομά τινος to be entered under his name, Id.44.36.c. up to, as far as ( μέχρι ἐ. X.An.5.1.[1]),παρατείνειν ἐπ' Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.181
;ἐ. θάλασσαν καθήκειν Th.2.27
,97: metaph., ἐ. πείρατ' ἀέθλωνἤλθομεν Od.23.248
; ἐ. διηκόσια ἀποδιδόναι yield 200- fold, Hdt. 1.193; in measurements,πλέον ἢ ἐ. δύο στάδια X.Cyr.7.5.8
, An.6.2.2; ὅσον ἐ. εἴκοσι σταδίους ib.6.4.5, cf. 1.7.15: freq. with a neut. Adj. or Pron.,τόσσον τίς τ' ἐπιλεύσσει ὅσον τ' ἐ. λᾶαν ἵησιν Il.3.12
; ὅσσονἔφ' 2.616
, cf. 15.358; ἐ. τοσοῦτό γε φρονέω,.. ταύτην μηδὲν σίνεσθαι I am prudent enough, not to.., Hdt.6.97;ἐ. ὅσον δεῖ Th.7.66
; ἐ.πάντ' ἀφίξομαι S.OT 265
;ἐ. πᾶν ἐλθεῖν X.An.3.1.18
; ἐ. τὸ ἔσχατονἀγῶνος ἐλθεῖν Th.4.92
; ἐ. μεῖζον χωρεῖν, ἔρχεσθαι, ib. 117, S.Ph. 259;ἐ. μέγα χωρεῖν δυνάμεως Th.1.118
; ἐ. μακρότερον, ἐ. μακρότατον, Id.4.41, 1.1, Hdt.4.16, 192; ἐ. σμικρόν, ἐ. βραχύ, a little way, a little, S. El. 414, Th.1.118; ἐπ' ἔλαττον, ἐπ' ἐλάχιστον, Pl.Phd. 93b, Th.1.70; ἐπ' ὀλίγον, ἐ. πολλά, Pl.Sph. 254b; ἐ. πλέον still more, Hdt.2.171, 5.51, Th.2.51; rarely with Advs.,ἐ. μᾶλλον Hdt.1.94
, 4.181.d. before, into the presence of (cf. A. 1.2e),ἦγον δή μιν ἐ. τὰ κοινά Id.3.156
(but στὰς ἐ. τὸ συνέδριον standing at the door of the council, Id.8.79);ἐ. ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε Ev.Matt.10.18
.e. in Military phrases (cf. A. 1.2d), ἐπ' ἀσπίδας πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτάξαντο, i.e. twenty-five in file, Th.4.93; dub. in X., as ἐ. πολλοὺς τεταγμένοι many in file, An.4.8.11 codd.;ἐπ' ὀλίγον τὸ βάθος γίγνεσθαι Cyr.7.5.2
codd.; for ἐ. κέρας v. infr.3.3. of the quarter or direction towards or in which a thing takes place, ἐ. δεξιά, ἐπ' ἀριστερά, to the right or left, Il.7.238, 12.240, Od.3.171, Hdt.6.33, etc.; ἐ. τὰ ἕτερα or ἐ. θάτερα, Id.5.74, Th.1.87, etc.; ἐ. τὰ μακρότερα , βραχύτερα, on the longer, shorter side, Hdt.1.50; ἐπ' ἀμφότερα νοέων both ways, Id.8.22;ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος Pi.O.13.57
, etc.; ἐ. τάδε Φασήλιδος on this side, Isoc.7.80; ἐ. ἐκεῖνα, v. ἐπέκεινα; ἐφ' ἕν, ἐ. δύο, ἐ. τρία, of space, in one, two, three dimensions, Arist.de An. 404b23, Plot.6.3.13; in Military phrases, ἐ. δόρυ ἀναστρέψαι ,ἐ. ἀσπίδα μεταβαλέσθαι, to the spear or shield side, i.e. to right or left, X.An.4.3.29, Cyr.7.5.6; ἐ. πόδα ἀναχωρεῖν, etc., retire on the foot, i.e. facing the enemy, Id.An.5.2.32; so ἐ. κέρας or ἐ. κέρως πλεῖν, etc., sail towards or on the wing, i.e. in column (v. ): metaph., ἐ. τὸ μεῖζον κοσμῆσαι, δεινῶσαι, etc., with exaggeration, Th.1.10, 8.74, etc.;ἐ. τὸ πλέον ἀγγέλλεσθαι Id.6.34
; ἐ. τὸ φοβερώτερον ib.83; ἐ. τὰ γελοιότερα ἐπαινέσαι so as to provoke laughter, Pl. Smp. 214e; ἐ. τὰ καλλίω, ἐ. τὰ αἰσχίονα, Id.Plt. 293e; ἐ. τὸ βέλτιον καὶ κάλλιον, ἐ. τὸ χεῖρον καὶ τὸ αἴσχιον, Id.R. 381b; ἐ. τὸ ἄμεινον Orac. ap. D.43.66.4. in hostile sense, against,ἰέναι ἐ. νέας Il. 13.101
;ὦρτο δ' ἐπ' αὐτούς 5.590
; στρατεύεσθαι or -εύειν ἐ. τινα, Hdt. 1.71,77, Th.1.26, etc.;ἰέναι ἐ. φάτιν S.OT 495
(lyr.); πλεῖν ἐ. τοὺσἈθηναίους Th.2.90
;πέμπειν στρατηγὸν ἐ. τινας Hdt.1.153
; θύεσθαι ἐ. τινα offer sacrifice on going against.., X.An.7.8.21; ἐφ' ὑμᾶς to your prejudice, D.6.33, 10.57.5. of extension over a space, πουλὺν ἐφ' ὑγρὴν ἤλυθον over much water, Il.10.27: ἐπ' εὐρέα νῶταθαλάσσης 2.159
;ἐ. κύματα 13.27
; ; πλέων, λεύσσων ἐ. οἴνοπα πόντον, 7.88, 5.771;ἐ. πολλὰ δ' ἀλήθην Od. 14.120
;ἄγοισι.. Ἀνδρομάχαν.. ἐπ' ἄλμυρον πόντον Sapph.Supp. 20a
. 7: also with Verbs of Rest, ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα over nine acres he lay stretched, Od.11.577; τόσσον ἔπ' over so much, 5.251, cf. 13.114; διώκοντες ἐ. πολύ over a large space, Th.1.50, cf. 62, etc.; ἐ. πλεῖστον ib.4;ὡς ἐ. πλεῖστον 2.34
, etc.; freq. to be rendered on,δράκων ἐ. νῶτα δαφοινός Il.2.308
; ἵππους.. ἐ. νῶτον ἐΐσας ib. 765;ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει 17.447
; ἐ. γαῖαν εἰσὶ δύω [γένη] Hes.Op.11;ἀοιδοὶ ἔασιν ἐ. χθόνα Th.95
;ἐ. γᾶν μέλαιναν ἔμμεναι κάλλιστον Sapph. Supp.5.2
; also, among,κλέος πάντας ἐπ' ἀνθρώπους Il.10.213
, cf. 24.202, 535;δασσάμενοι [κτήματ'] ἐφ' ἡμέας Od.16.385
, cf. Pl.Prt. 322d.II. of Time, for or during a certain time,ἐ. χρόνον Il.2.299
, Od.14.193:πολλὸν ἐ. χρόνον 12.407
;παυρίδιον.. ἐ. χρόνον Hes. Op. 133
;ἐ. δηρόν Il.9.415
;ἐ. πολὺν χρόνον Pl.Phd. 84c
, etc.; ἐπ'ὀλίγον χρόνον Lycurg.7
; ἐ. χρόνον τινά, ἐ. τινα χρόνον, Pl.Prt. 344b, Grg. 524d;γῆν ἀπεμίσθωσαν ἐ. δέκα ἔτη Th.3.68
; ἐ. διετές Lexap.D. 46.20;ἐ. τρεῖς ἡμέρας X.An.6.6.36
; τὸ ἐφ' ἡμέραν ἀρκέσον enough for the day, Id.Cyr.6.2.34, cf. D.50.23, Hdt.1.32; ἐ. πολύ for a long time, Th.1.6, etc.2. up to, until a certain time, εὗδον παννύχιοςκαὶ ἐπ' ἠῶ καὶ μέσον ἦμαρ Od.7.288
;οὐδ' ἐ. γῆρας ἵκετ' 8.226
.III. in various causal senses:1. of the object or purpose for which one goes, ἀγγελίην ἔπι Τυδῆ στεῖλαν sent him for (i.e. to bring) tidings of.., Il.4.384 (dub.); ἐ. βοῦν ἴτω let him go for an ox, Od.3.421;ἐ. τεύχεα δ' ἐσσεύοντο Il.2.808
;ἐλθεῖν πρός τινα ἐπ' ἀργύριον X.Cyr.1.6.12
; πέμπειν εἴς τινα ἐ. στράτευμα ib.4.5.31; ἴτω τις ἐφ' ὕδωρ ib.5.3.49; ἥκειν ἐ. τοὺς τόκους for (i.e. to demand) the interest, D.50.61: less freq. c. acc. pers.,ἐπ' Ὀδυσσῆα ἤϊε Od.5.149
, cf. S.OT 555;κατῆλθον ἐ. ποιητήν Ar.Ra. 1418
;κατέρχονται ἐ. τὸν Ἀγόρατον Lys. 13.23
: with acc. of a Noun of Action, ἐξιέναι ἐ. θήραν go out hunting, X.Cyr.1.2.9; ἔπλεον οὐχ ὡς ἐ. ναυμαχίαν (v.l. for -μαχίᾳ) Th.2.83;ἐ. μάχην ἰέναι X.An.1.4.12
; ἔρχεσθαι, ἵζειν ἐ. δεῖπνον, Il.2.381, Od.24.394;ἐ. δόρπον ἀνέστη 12.439
;κληθεὶς ἐ. δεῖπνον Pl.Smp. 174e
, etc.;καλεῖν ἐ. ξείνια Hdt.2.107
,5.18; ἐ. τὴν θεωρίαν to see the sight, Ev.Luc.23.48, cf. PTeb.33.6 (ii B.C.): freq. with neut. Pron. or Adj., ἐ. τοῦτο ἐλθεῖν for this purpose, X.An.2.5.22, cf. Th.5.87; ἐπ' αὐτὸ , etc.; ἐ. τί; to what end? Ar.Nu. 256;ἐφ' ὅ τι Id.Lys.22
, 481; ἐφ' ἃ ἤλθομεν for which purpose, Th.7.15, etc.; ἐπὶ ἴσα for like ends, Pi.N.7.5 (but ἐ. ἶσα μάχη τέτατο, = ἴσως, Il.12.436); ἐ. τὸ βέλτιον to a better result, X.An.7.8.4; ἀναστῆσαί τινα ἐ. χριστὸν Θεοῦ set up as God's anointed, LXX 2 Ki.23.1: after an Adj., ἄριστοι πᾶσανἐπ' ἰθύν Il.6.79
, cf. Od.4.434;ἄπορος ἐ. φρόνιμα S.OT 691
(lyr.); χρήσιμοςἐ... οὐδέν D.25.31
: after a Noun,ὁδὸς ἐ. τι X.Cyr.1.6.21
; ὄργανα ἐ. τι ib.6.2.34.2. so far as regards,τοὐπὶ τήνδε τὴν κόρην S.Ant. 889
;ὅσον γε τοὐπ' ἐμέ E.Or. 1345
; τοὐπί σε, τὸ ἐ. σέ, Id.Hec. 514, X.Cyr.1.4.12;τὸ ἐ. σφᾶς εἶναι Th.4.28
; ὡς ἐ. τὸ πολύ for the most part, Arist.Top. 100b29, etc.;ἐ. πᾶν Th.2.51
; τὸ πρὸς ἅπανξυνετὸν ἐ. πᾶν ἀργόν Id.3.82
;κρείσσων ἐπ' ἀρετήν Democr.181
; ἐ.μέγα Call.Dian.55
.3. of persons set over others, ἐ. τοὺς πεζοὺςκαθιστάναι ἄρχοντα X.Cyr.4.5.58
, cf. HG3.4.20; στρατηγὸς ἐ. τοὺς ὁπλίτας, ἐ. τὴν χώραν, Arist.Ath.61.1, IG22.682.24;ἐ. τὸν Πειραιέα Arist.Ath.
l.c.;ἐ. Ῥαμνοῦντα IG2.1206b
(cf. A. 111.1); οἱ θεσμοθέταιοἱ ἐ. τοὺς νόμους κληρούμενοι D.20.90
.4. according to, by, ἐ. στάθμην by the rule, Od.5.245, 21.44, etc.D. POSITION:— ἐπί may suffer anastrophe ([etym.] ἔπι) and follow its case, as in Il.1.162; it may like wise follow its Verb,ἤλυθ' ἔπι ψυχή Od.24.20
, cf. Il.9.539.II. in Poets it is sts. put with the second of two Nouns, though in sense it also governs the first, ἢ ἁλὸς ἢ ἐ.γῆς Od.12.27
, cf. S.OT 761, Ant. 367 (lyr.).E. ABS., used adverbially, without anastrophe, καὶ ἐ. σκέπαςἦν ἀνέμοιο Od.5.443
; κτεῖνον δ' ἐ. μηλοβοτῆρας as well, Il.18.529; esp. ἐ. δέ.. and besides.., Hdt.7.65,75, etc.;πολιαί τ' ἐ. ματέρες S. OT 182
(lyr.).II. ἔπι, for ἔπεστι, there is, Il.1.515, 3.45, Od.16.315; οὐ γὰρ ἔπ' ἀνήρ.. there is no man.., 2.58; σοὶ δ' ἔ. μὲν μορφὴἐπέων 11.367
;ἔ. δέ μοι γέρας A.Eu. 393
codd. (lyr.).F. PROSODY: in ἐπιόψομαι, ι is not elided before a vowel; also in some words where σ or ϝ has been lost, as ἐπιάλμενος, ἐπιείκελος, ἐπιεικής, ἐπιέξομαι (v. ). [dialect] Dor. ἐπιεργάζομαι (v. ἐπιεργάζομαι).G. IN COMPOSITION:I. of Place, denoting,2. Motion,b. to or towards, ἐπέρχομαι, ἐπιστέλλω, ἐπαρίστερος, ἐπιδέξιος.c. against,ἐπαΐσσω, ἐπιπλέω 11
, ἐπιστρατεύω, ἐπιβουλεύω.e. over a place, as in ἐπαιωρέομαι, ἐπαρτάω.f. over or beyond boundaries, as in ἐπινέμομαι.g. implying reciprocity, as in ἐπιγαμία.3. Extension over a surface, as in ἐπαλείφω, ἐπανθίζω,ἐπιπέτομαι, ἐπιπλέω 1
, ἐπάργυρος, ἐπίχρυσος.4. Accumulation of one thing over or besides another, as in ἐπαγείρω, ἐπιμανθάνω, ἐπαυξάνω, ἐπιβάλλω, ἐπίκτητος.5. Accompaniment, to, with, as in ἐπᾴδω, ἐπαυλέω, ἐπαγρυπνέω: hence of Addition, ἐπίτριτος one and 1/3 more, 1 +1/3; so ἐπιτέταρτος, ἐπίπεμπτος, ἐπόγδοος, etc.6. with Adjs., somewhat, slightly, as in ἐπίξανθος, ἐπίπικρος.II. of Time and Sequence, after, as in ἐπιβιόω, ἐπιβλαστάνω, ἐπιγίγνομαι,ἐπακόλουθος, ἐπίγονος, ἐπιστάτης 1.2
.III. in causal senses:1. Superiority felt over or at, as in ἐπιχαίρω, ἐπιγελάω, ἐπαισχύνομαι.2. Authority over, as in ἐπικρατέω, ἔπαρχος, ἐπιβουκόλος, ἐπιποιμήν.3. Motive for, as in ἐπιθυμέω, ἐπιζήμιος, ἐπιθάνατος.4. to give force or intensity to the Verb, as in ἐπαινέω, ἐπιμέμφομαι, ἐπικείρω, ἐπικλάω. -
6 ἐπι-τύφω
ἐπι-τύφω (s. τύφω), in Rauch aufgehen lassen, pass. angebrannt, versengt werden; Καπανεὺς βέβληται ὑπὸ τοῦ Διὸς καὶ ἐπιτύφεται Philostr. Imag. 2, 29; Τυφῶνος μᾶλλον ἐπιτεϑυμμένος, mehr noch entflammt, Plat. Phaedr. 230 a, worauf sich Moeris zu beziehen scheint, der als hellenistischen Ausdruck dafür ἐπιτετυφωμένος u. ἐπικεκαυμένος angiebt; übertr., in Liebesflammen entzündet werden, sich verlieben, ὅπως ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου Ar. Lys. 221.
-
7 ἐπι-φρονέω
ἐπι-φρονέω, klug, verständig sein; ἐπιφρονέουσα Od. 19, 385; Plat. Rep. IV, 424 b setzt in den hom. Vers τὴν ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνϑρωποι (Od. 1, 351) ἐπιφρονέουσ', sie achten darauf.
-
8 ἐπι-κλείω [2]
ἐπι-κλείω (s. κλείω), noch dazu rühmen; μᾶλλον ἐπικλείουσι Od. 1, 351; rühmend erzählen, dabei oder davon sagen, sp. D., νῆα μὲν οὖν οἱ πρόσϑεν ἐπικλείουσ' ἀοιδοὶ Ἄργον καμέειν Ap. Rh. 1, 18; darnach benennen, 2, 1156; τόν ῥ' ἄνδρες ἐπικλείουσι βοώτην Arat. 92; – anrufen, ἐπικλείοντες ἑώϊον Ἀπόλλωνα An. Rh. 2, 700, wie Κυϑέρειαν ἐπικλείοντες ἀμύνειν 3, 353.
-
9 ἐπί-προσθεν
ἐπί-προσθεν, auch ἐπίπροσϑε, Eur. Suppl. 514 Antiph. Stob. fl. 16, 4, vor; – a) vom Orte, ἐπίπροσϑεν ὀφϑαλμῶν ἔχειν, vor den Augen haben, Plat. Conv. 213 a; ἐπίπροσϑεν ποιεῖσϑαί τινα, Einen vorschieben, um sich dahinter zu verstecken, Xen. Cyr. 1, 4, 24; κώμας καὶ γεωλόφους, d. i. sich dahinter begeben u. verstecken, 3, 2, 28; ποῖον ἐπίπροσϑεν νέφος ϑῶμαι Eur. Or. 468; τὸ τῆς αἰ σχύνης ἐπίπροσϑεν ποιούμενος, sich die Schande hinstellend, sie vor Augen habend, Plat. Legg. I, 648 d. – b) vom Range, τὰ μακρὰ τῶν σμικρῶν λόγων ἐπίπρ. ἐστι καὶ σαφῆ μᾶλλον κλύειν Eur. Or. 640; μὴ 'πίπροσϑε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους ϑῇς, vorziehen, Suppl. 514; Sp., wie Pol. κέρδη ἄδικα ἐπ. ἢ πιστὸς εἶναι ποιούμενος 4, 4, 6; τί τινος, Plut. Brut. 4; ἄγειν τινά τινος, Hel. 1, 25. – c) vor Einem im Wege, hinderlich, Plat. Parm. 137 e; ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐπ. γίγνεται Gorg. 523 d; Sp., wie Plut. consol. Apoll. p. 368, ταῦτα δὴ αὐτοῖς πάντα ἐπ. γίγνεται, wo früher ἐπιπρόσϑεσις stand.
-
10 επι
I.I(перед гласн. - ἐπ΄, перед придых. - ἐφ΄; in crasi: κἀπί, κἀπ΄ - ион. κἠπί = καὴ ἐπί; οὑπί = ὅ ἐπί; τοὐπί = τὸ ἐπί; τἀπί = τὰ ἐπί; анастроф. ἔπι)(1) (на вопрос «где?»)- на(στῆναι ἐπι πύργου Hom.; ἐφ΄ ἵππων καὴ ἐπὴ νεῶν βαίνειν Aesch.; ἐπὴ γῆς καὴ ὑπὸ γῆς Plat.)
ἐπὴ τῶν πλευρῶν Xen. — на флангах;ἐπὴ προσπόλου μιᾶς χωρεῖν Soph. — идти в сопровождении единственной помощницы;ἐπὴ τελευτῆς Arst. — в конце- у, при, близ, подле(κόλπος ὅ ἐπὴ Ποσιδηΐου Her.; μεῖναι ἐπὴ τοῦ ποταμοῦ Xen.)
αἱ ἐπὴ Λήμνου ἐπικείμεναι νῆσοι Her. — острова, лежащие близ Лемноса- в(ἐπὴ τοῦ προαστείου Thuc.; ἐπὴ τῶν ἐργαστηρίων καθίζοντες Isocr.; καταλῦσαι τὸν βίον ἐπὴ τῆς πατρίδος Luc.)
οἱ ἐπὴ Θρᾴκης Thuc. — находящиеся во Фракии;οἱ ἐπὴ τῆς Ἀσίας κατοικοῦντες Isocr. — жители Азии;ἐπὴ τῆς οἰκίας Polyb. — дома(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ τῆς γῆς καταπίπτειν Xen.)
— в, к, по направлению (ἐπὴ τοῦ κόλπου πλεῦσαι Thuc.; ἥ ἐπὴ Βαβυλῶνος ὁδός Xen.):ἐπὴ τῆς εὐθείας κινεῖσθαι Arst. — двигаться по прямой (линии);ἀναχωρεῖν ἐπ΄ οἴκου Thuc. — вернуться домой;ἐπί στρατοπέδου ἐλθεῖν Xen. — прийти в лагерь;ἐπὴ γνώμης τινός γενέσθαι Dem. — присоединиться к чьему-л. мнению(3) в присутствии, перед (лицом)(ἐπὴ μαρτύρων Isae., Xen.; ἐπὴ τοῦ δικαστηρίοιυ Isocr., Arst.)
ἐπ΄ ἐκκλησίας Thuc. — в народном собрании(4) (при числах, мерах и т.п.) поἐφ΄ ἑνός Xen. — по одному, поодиночке;
τὸ μέτωπον ἐπὴ τριακοσίων, τὸ δὲ βάθος ἐφ΄ ἑκατόν Xen. — по триста (человек) по фронту и по сто в глубину;ἐπὴ ὀκτὼ πλίνθων τὸ εὖρος Xen. — по восемь кирпичей в ширину(5) во время, в, при(ἐπὴ Κρόνου Hes., Plat.; ἐπὴ τῶν ἡμετέρων προγόνων Xen.; ἐπὴ δείπνου Luc.; ἐπὴ τῶν δείπνων Diod. и ἐπὴ τῆς τραπέζης Plut.)
ἐπὴ τῶν πράξεων Xen. — при наличии дела, когда нужно действовать;ἐπὴ τῆς ἐμῆς ζόης Her. — при моей жизни, пока я жив;ἐπ΄ ἐμεῦ Her., ἐπ΄ ἐμοῦ Dem. — в мое время;οἱ ἐφ΄ ἡμῶν Xen. — наши современники;ἐπὴ σχολῆς Aeschin. — в свободное время, на досуге;ἐπὴ τοῦ παρόντος Arst. — в настоящий момент, пока;ἐπὴ καιροῦ Dem. и ἐπὴ τῶν καιρῶν Aeschin. — вовремя, кстати:ἐπὴ μιᾶς ἡμέρας Luc. — в один (и тот же) день;ταύτας (τὰς πόλιας) ἐπ΄ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. — (Даврис) брал эти города по одному в день(6) по поводу, насчет, относительно, о(ἐπί τινος λέγειν Plat., Arst.; ἐπί τινος σκοπεῖν Xen.; ἐπὴ πάντων ὀργίζεσθαι Dem.)
κρίνειν τι ἐπί τινος Dem. — высказывать какое-л. суждение о чем-л.(7) в соответствии с (чем-л.), на основании, по(8) (выраж. отношение, зависимость, причастность, должность и т.п.; в переводе часто опускается)ἐπὴ νόσου ἔχεσθαι Soph. — быть пораженным болезнью;
ἐπὴ τῆς φιλότητος Arst. — под влиянием любви;(αὐτὸς) ἐφ΄ ἑαυτοῦ Her., Thuc., Xen., Plat.; — сам по себе, тж. отдельно, самостоятельно;ἐπὴ ὀνόματός τινος εἶναι Dem. — носить какое-л. имя;ἥ ἐπ΄ Ἀνταλκίδου εἰρήνη Xen. — Анталкидов мир;τὸ ἐφ΄ ἑαυτῶν Thuc. — их собственные дела, их личные интересы;μένειν ἐπὴ τῆς ἀρχῆς Xen. — оставаться у власти;οἱ ἐπὴ τῶν πραγμάτων (ὄντες) Dem. — государственные деятели;ὅ ἐπὴ τῶν δεσμῶν Luc. — тюремщик;ὅ ἐπὴ τῶν ὁπλιτῶν Dem. — начальник гоплитов;ὅ ἐπὴ τῶν ἐπιστολῶν Plut. — писец, секретарь;ὅ ἐπὴ τοῦ οἴνου Plut. — виночерпий;οἱ ἐπ΄ ἀξίας Luc. — высокопоставленные лица(9) (преимущ. в нареч. оборотах) в, приἐπὴ πάντων Dem. — во всех случаях, при всех обстоятельствах;
ἐπὴ ἡσυχίας τινός Dem. — при (ввиду) чьей-л. беспечности;ἐπ΄ ἀδείας Plut. — в условиях безопасности;ἐπὴ σπουδῆς Plat. — прилежно, усердно;ἐπὴ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. — быть на волосок от гибели;ἐπ΄ αὐτῆς τῆς ἀληθείας Dem. — как оно действительно и есть (было), со всей истинностью;ἐπὴ κεφαλαίων Dem. — в общих чертах;ἔσται ὅ λόγος ἐπὴ παραδείγματος Aeschin. — скажем к примеру;ἐπ΄ ὅρκου Her. — клятвенно;ἐπ΄ ἴσας Soph. — равным образом, точно так же;οὐδ΄ ἐπὴ σμικρῶν λόγων Soph. — ни одним словечком, т.е. нисколько, никак(10) (по)среди, в числеοὐδεὴς ἐπ΄ ἀνθρώπων Soph. — никто из людей
(1) (на вопрос «где?») на(ἐπὴ πᾶσιν βωμοῖς καίειν τι Hom.; ζωέμεν ἐπὴ χθονί Hes.; ἐπὴ τῇ πυρᾷ κεῖσθαι Plat.)
ἐπὴ ταῖς οἰκίαις ἐπεῖναι Xen. — находиться на домах;ἐφ΄ ἵππῳ Xen. — на коне (верхом);ἐπὴ τῷ εὐωνύμῳ (sc. κέρᾳ) Xen. — на левом фланге:ἐπ΄ ἀμφοτέροις Arst. — с обеих сторон;— внутри, в (ἐπὴ δώμασιν ἕλκειν μακρόπονον ζωάν Eur.; ἐπὴ ταῖς οἰκίαισι τὰς δίκας δικάζειν Arph.);— при, у, возле (ἐπὴ Κελάδοντι μάχεσθαι Hom.; ἐπὴ θαλάττῃ οἰκεῖν Xen.):ἐπὴ δόξῃ κτίσαι τινά Plut. — прославить кого-л.(2) (на вопрос «куда?») на(ἐπὴ γαίῃ καταθέσθαι Hom.: ἐπὴ γᾷ πίπτειν Soph.)
— в, к, по направлению (βλέπειν ἐπί τινι Soph.):καταδεῖν ἵππους ἐπὴ κάπῃσιν Hom. — привязать лошадей к яслям;ἐπὴ οἷ καλέσας Hom. — подозвав к себе(3) в присутствии, перед(4) против(ἐπ΄ ἐχθροῖς χεῖρα τρέπειν Soph.; ἐπί τινι μηχανήν τινα ἱστάναι Eur.; τινὰ ἐπί τινι συνιστάναι Her.)
ἐφ΄ Ἕκτορι ἀκοντίζειν Hom. — метать в Гектора копья(5) (вслед) за(τῷ δ΄ ἐπὴ ὦρτο Διομήδης Hom.)
ἐπ΄ ἐξειργασμένοις Aesch., Her.; — после того, как дело свершилось;ἐπὴ τούτῳ ἀνέστη Προκλῆς καὴ εἶπεν Xen. — после него встал Прокл и сказал(6) кроме, помимо, сверх(ἐπὴ τούτῳ, ἐπὴ τῷδε и ἐπὴ τούτοις Her., Eur., Xen., Arst.)
τὰ λοιπὰ τὰ ἐπὴ τούτοισι Her. — то, что после этого осталось;τρισχίλιοι ἐπὴ μυρίοις Plut. — три тысячи сверх десяти тысяч, т.е. тринадцать тысяч;μεῖζον ἐπὴ κέρδεϊ κέρδος Hes. — огромная прибыль;φόνος ἐπὴ φόνῳ Eur. — непрерывный ряд убийств(7) за, позадиοἱ ἐπὴ πᾶσιν Xen. — следующие за всеми, т.е. арьергард:
(8) в честь, в память(ἐπί τινι λέγειν, sc. ἔπαινον Thuc., Lys., Plat.)
ὅ λίθινος λέων ἕστηκεν ἐπὴ Λεωνίδῃ Her. — каменное изваяние льва воздвигнуто в честь Леонида(9) (выраж. принадлежность или зависимость; в переводе обычно опускается)τἀπὴ σοὴ κακά Soph. — твои несчастья;
ἐπί τινι τήν ἀρχέν ποιεῖσθαι Plut. — передать кому-л. (свою) власть, т.е. назначить кого-л. своим преемником;καταλείπειν τι ἐπί τινι Arst. — предоставить что-л. на чьё-л. усмотрение;ἐπί τινι εἶναι Xen., Plat.; — быть в чьей-л. власти, находиться в чьём-л. распоряжении:ἐπὴ τῷ πλήθει κράτος, sc. ἐστίν Soph. — власть принадлежит народу;τὰ πάντα τότ΄ ἦν ἐπὴ τοῖς τότ΄ ἔθεσι Dem. — все было тогда обусловлено тогдашними нравами;τὸ ἐπὴ τούτοις εἶναι Lys. — насколько это от них зависит(10) (об управлении, начальствовании или владении) во главеἐπὴ τοσούτῳ στρατεύματι Thuc. — во главе столь большого войска;
ναύαρχος ἐπὴ ταῖς ναυσίν Xen. — флотоводец;ὅ ἐπὴ τοῖς καμήλοις Xen. — погонщик верблюдов;ἀπολιπεῖν τινα κληρονόμον ἐπὴ πολλοῖς κτήμασιν Plut. — оставить кого-л. наследником больших богатств(11) во время, в течение(ἐφ΄ ἡμέρῃ ἠδ΄ ἐπὴ νυκτί Hes.)
ἐπ΄ ἤματι Hom. — днем, но тж. в течение (одного) дня;ἐπὴ τῷ δείπνῳ ( или σίτῳ) Xen. — за трапезой;ἥλιος ἧν ἐπὴ δυσμαῖς — солнце клонилось к закату;ἐπὴ (τῇ) τελευτῇ Arst. — в конце;ἐπὴ κυνί Arst. — во время каникул, т.е. в самое знойное время года(12) сообразно, согласно, соответственно(ἐπὴ τοῖς νόμοις Dem.; καλεῖσθαι Ῥώμην ἐπὴ Ῥωμύλῳ τέν πόλιν Plut.)
κεκλῆσθαι ἐπί τινι Plat. — быть названным по имени чего-л.;ἐπὴ πᾶσι οικαίοις Aeschin., Dem.; — по всей справедливости(13) вследствие, по поводу, из-за(ἐπί τινι μάλα πολλὰ παθεῖν Hom., γελᾶν ἐπί τινι Aesch.)
ἐπ΄ εὐνοία τῆς πόλεως Lys. — из любви к отечеству;ἐφ΄ αἵματι φεύγειν Dem. — подвергнуться изгнанию за убийство(14) с целью, ради, дляἐφ΄ οἶς ἐλήλυθας Soph. — (то), ради чего ты прибыл;
ὀδόντες ἐπὴ τῷ διαιρεῖν Arst. — зубы для разрезания (пищи), т.е. резцы;ἐπὴ θανάτῳ συλλαβεῖν Isocr., Diod., Luc.; — схватить и предать смерти;ἐπὴ σωτηρίᾳ κοινῇ Plut. — для общего блага;ἐπ΄ ὠφελείᾳ τῶν φίλων Plat. — на пользу друзьям;ἐπ΄ ἀγαθῷ τινος Xen. — для чьего-л. блага(15) в отношении, что касается (до)ἐπὴ ἐπῶν ποιήσει Ὅμηρον μάλιστα τεθαύμακα Xen. — в области эпической поэзии я больше всего восторгаюсь Гомером
(16) (в мат. и проч. обозначениях)τὸ ἐφ΄ ᾦ — В Arst. ( нечто), обозначаемое буквой В
(17) против(ἥ ἐπὴ τῷ Μήδῳ συμμαχίᾳ Thuc.; νόμους ἐπὴ τοῖς ἀδικοῦσι ἀναγράψαι Dem.)
(18) ( об условии) на, заἐπ΄ ἀργύρῳ Soph., ἐπ΄ ἀργυρίῳ Dem., Arst. и ἐπὴ χρήμασιν Dem. — за деньги;
ἐπὴ κέρδεσι Soph. и ἐπὴ κέρδει Xen. — из-за выгоды;ἐπ΄ οὐδενί Her. — ни за что;ἐπὴ μεγάλοις τόκοις Dem. — за высокий процент;δανείζειν ἐπὴ νηΐ Dem. — давать ссуду под залог корабля;ἐπὴ τοῖς εἰρημένοις Eur. и ἐπὴ ῥητοῖς Thuc. — на (заранее) установленных условиях;ἐπὴ τῇ ἴσῃ καὴ ὁμοίᾳ Thuc. — на равных и одинаковых условиях(1) (на вопрос «где?») наἐπὴ πολύ Thuc., Xen.; — на далеком расстоянии;
ἐπ΄ ἀμφότερα Her., Arst.; — по обе стороны, с обеих сторон, в обоих направлениях;— у, при, в (ἐπὴ τὰς εἰσόδους στῆναι Xen.)(2) (на вопрос «куда?») наἡ ἀχθεῖσα ἐπὴ τέν βάσιν (sc. γραμμή) Arst. — опущенная на основание (прямая) линия, т.е. перпендикуляр;
— в, (по направлению) к (ἐπὴ βωμὸν ἄγειν Hom.; ἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her.; ἐπὴ τέν περιφέρειαν φέρεσθαι Arst.; ἥ ὁδὸς ἐπὴ Ἐκβάτανα φέρει Xen.):ἐπὴ τέρμα ἀφίκετο Hom. — от достиг цели;ἐπὴ τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι ἔφερον Thuc. — мнения сошлись(3) на протяжении, через, поπουλὺν ἐφ΄ ὑγρήν Hom. — по широко раскинувшемуся морю;
ἐπὴ πολλὰ ἀλήθην Hom. — я обошел много стран;ἐπὴ εἴκοσι σταδίους Xen. — на расстоянии двадцати стадиев(4) среди, между(κλέος πάντας ἐπ΄ ἀνθρώπους Hom.)
τὸ κάλλιστον γένος ἐπ΄ ἀνθρώπους Plat. — красивейшее из человеческих племен(5) против(πέμπειν στρατηγὸν ἐπί τινα Her.; ἰέναι ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ταῦτ΄ ἐφ΄ ὑμᾶς ἐστιν Dem. — это направлено против вас(6) во время, в течениеἐπὴ χρόνον Hom., Her. и ἐπὴ χρόνον τινά Plat. — в течение некоторого времени;
ἐπὴ δύο ἡμέρας Thuc. — в течение двух дней;ἐπὴ βραχύ Arst. — вскоре и вкратце(7) (вплоть) до(ἐπ΄ ἠῶ Hom.)
ἐπὴ γῆρας ἱκέσθαι Hom. — дожить до старости(8) сообразно, согласноἐπὴ στάθμην ἰθύνειν Hom. — выравнивать по (натянутому) шнуру;
ἐπὴ τοῦτον τὸν λόγον Lys. — на основании этих слов(9) ( разделительно) поἐπὴ πέντε καὴ εἴκοσιν Thuc. — по двадцати пяти;
ἐπὴ μίαν ναῦν Polyb. — по одному кораблю в ряд, т.е. в кильватерной колонне(10) ( при указании промежутка времени) на(ἐπὴ δέκα ἔτη Thuc.)
ὅσον ἐπ΄ ἀνθρώπων γενεάν Xen. — сколько хватило бы на (всю) человеческую жизнь;ἐπ΄ ἡμέρην ἔχειν Her. — иметь дневное пропитание(11) ( при указании числа или меры) в пределах, около, до(ἐπὴ διηκόσια Her.)
μέ ὅλος ψευδής, ἀλλ΄ ἐπί τι Arst. — ложный не вполне, а частично(12) что касается (до), в отношении(τοὐπὴ τήνδε τέν κόρην Soph.)
ἵπποι ἐπὴ νῶτον ἔϊσαι Hom. — кобылицы, равные по хребту, т.е. одинакового роста(13) с целью, дляἥκειν ἐπὴ πρᾶγος πικρόν Aesch. — прийти по печальному делу;ἐπὴ τὸ βοηθεῖν τινι Arst. — для оказания помощи кому-л.;χρήσιμος ἐπὴ οὐδέν Dem. — ни на что не годный(14) ( в наречных выражениях)ἐπὴ πᾶν Thuc., Arst. и ἐπὴ πάντα Plat. — в общем, в целом, вообще;
ἐπὴ βάθος Thuc. — в глубину;ἐπὴ διπλάσιον Xen. — вдвое;ἐπὴ πλέον καὴ μᾶλλον ἢ ἐπ΄ ἔλαττον καί ἧττον Plat. — в большей или в меньшей степени;ἐπὴ ἶσα Hom. — поровну, ( о борьбе) без чьего-л. перевеса;ἐπὴ ὅσον δεῖ Thuc. — (на)сколько нужно;ἐπὴ (σ)μικρόν Soph., Arst.; — немного, мало;ἐπὴ μεῖζον κοσμῆσαί τι Thuc. — чрезмерно разукрасить что-л.;ἐπὴ γελοιότερα Plat. — выставляя на смех;ἐπὴ τὸ ἄπειρον Arst. — до бесконечности, бесконечно;ἐπὴ τὸ χεῖρον Arst. — к худшему, во вред;ἐπὴ (τὸ) πολύ Xen., Arst.; — во многих случаях, (очень) частоIIadv.1) поверх, наверху, сверхуἐπὴ ἄλφιτα πάλυνεν Hom. — поверх (Гекамеда) насыпала муки;
χυτέν ἐπὴ γαῖαν ἔχευαν Hom. — сверху (над могилой Патрокла) насыпали курган2) тогда, затем3) а также, сверх того, далееἐπὴ δὲ πλήξιππον Ὀρέστην Hom. — (Гектор и Арей убили) также искусного наездника Ореста
II.Iанастрофически = ἐπί См. επι IIIοὐ γὰρ ἔπ΄ ἀνήρ, οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν Hom. — ибо нет мужа, каким был Одиссей;
ἔπι τοι καὴ ἐμοὴ θάνατος Hom. — ибо ведь и надо мной нависла смерть -
11 ἐπιμᾶλλον
-
12 μάλα
μάλα, 1) Positiv., sehr, gar sehr, heftig, stark, von Hom. an überall, am häufigsten – a) mit adj. u. adv. vrbdn, den Begriff derselben steigernd u. verstärkend, μίνυνϑά περ, οὔτι μάλα δήν, Od. 22. 473, μάλα πολλά, sehr viel, osi bei Hom., μάλα μυρίοι, ganz unzählige, Od. 16, 121, μάλα πάντες, allesammt, alle ohne Ausnahme, Il. 13, 741. 22, 115 Od. 2, 306. 16, 286, πάγχυ μάλα u. μάλα πάγχυ, ganz u. gar, Il. 12, 165. 14, 143 Od. 14, 367 u. sonst, εὖ μάλα u. μάλ' εὖ, gar wohl, recht sehr, 22, 190. 23, 175, u. so auch in Prosa, προςέχων τὸν νοῦν εὖ μάλα, Plat. Soph. 233 d, εὖ μάλα ἤδη πρεσβύτην εἶναι, Parm. 127 b, u. sonst, immer noch verstärkend, gar sehr; auch in umgekehrter Stellung, μάλ' εὖ ἄμουσοι, Theaet. 156 a; μάλ' αὐτίκα, gleich auf der Stelle, sogleich, Od. 10, 111. 15, 424, wie αὐτίκα μάλα, Her. 7, 103; vgl. Plat. Prot. 318 b; εὖ εἴσει αὐτίκα δὴ μάλα, Rep. I, 338 b; μάλ' αἰεί, immerfort, immerwährend, Il. 23, 717 Od. 7, 118; ἄχρι μάλα κνέφαος, bis ganz zur Dämmerung, 18, 370; μάλ' ὧδε, ganz so, gerade so, 6, 258; ἄβληχρος μάλα τοῖος, so recht gelind, 11, 135; Σαρδάνιον μάλα τοῖον, so recht sardanisch, 20, 302; – μάλ' ἑτοῖμος, Pind. Ol. 4, 15; μάλα πολλοί, P. 9, 111; Tragg., μάλα μέγας κτύπος, Soph. O. C. 1462; in Prosa bei den Attikern sehr geläufig, μάλα γε ὀψὲ ἀφικόμενος, Plat. Prot. 310 c, μάλα μόγις, Theaet. 142 d, εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι, sehr wenige, Rep. VII, 531 d. – Oft noch durch καί verstärkt, eigtl. undzwarsehr, καὶ μάλ' ἀσμένως, Aesch. Prom. 730, δόξαι τ' ἀνδρῶν καὶ μάλ' ὑπ' αἰϑέρι σεμναί, Eum. 351; καὶ μάλ' ἀνδρικῶς, Plat. Phaedr. 265 a; καὶ μάλ' εἰκότως ὀκνεῖν, Rep. III, 413 c; auch καὶ πάνυ μάλα, Phaed. 80 c. Aehnlich μάλα τοι, Xen. Mem. 1, 2, 46. – Seltener beim compar., μάλα πρότερος, weit früher, weit eher, Il. 10, 124. – Bei Wiederholungen wird des Nachdruckes wegen zu αὖ u. αὖϑις noch μάλα gesetzt, ὤ μοι μάλ' αὖϑις, Aesch. Ag. 1318; Soph. El. 1408; Eur. Hec. 1037; ὅρα, ὅρα μάλ' αὖϑις, Aesch. Eum. 245; ὦ παῖ, παῖ μάλ' αὖϑις, Ch. 643; auch ohne αὖϑις so, Pers. 1045 οἲ μάλα καὶ τόδ' ἀλγῶ. – Auch zur Negation tritt es verstärkend hinzu, μάλ' οὐ, μάλ' οὔπως, Il. 2, 241 Od. 5, 103, Her. 1, 93; οὐ μάλα τι, mit nichten, ἄρχεσϑαι δ' ὑπ' ἄλλων οὐ μάλα ἐϑέλειν ἐλέγετο, Xen. An. 2, 6, 15, vgl. Hell. 6, 1, 15. – b) bei Verbis seltener, φεῦγε μάλα, Il. 1, 173, μάλα γάρ τε κατεσϑίει, 3, 25, σοὶ δὲ μάλ' ἕψομ' ἐγώ, 10, 108; μάλα τιμᾷ, Pind. I. 5, 63, μάλα ϑερμαίνει, Ol. 11, 91; μάλα βουλόμενος, sehr wünschend, Xen. Hell. 6, 5, 16, μάλα πολιορκεῖσϑαι, 7, 1, 25. – Mit großem Nachdruck betheuernd ist Od. 4, 732 gesagt: εἰ γὰρ ἐγὼ πυϑόμην – τῷ κε μάλ' ἤ κεν ἔμεινε, dann wahrlich wäre er geblieben, da wäre er gar sehr geblieben. – So steht es c) bes. im Anfang der Sätze, ἦ μάλα δή, Il. 5, 422. 18, 12 Od. 4, 169. 333. 777 u. öfter, auch ἦ δή που μάλα, Il. 21, 583, u. oft ἦ μάλα, 3, 204. 18, 18 u. sonst. – Daher in nachdrücklich bejahenden Antworten, allerdings, theils allein, theils mit dem Verbum, μάλα γε, Plat. Rep. VIII, 555 d, καὶ μάλα, Phaedr. 258 b, καὶ μάλ' ἐπαύσατο, Conv. 189 a, καὶ μάλα γε, Theaet. 148 c; μάλα τοι, Xen. Hem. 1, 2, 46. – d) mit εἰ vrbdn, εἰ μάλα, εἰ καὶ μάλα, καὶ εἰ μάλα, εἰ καὶ μάλα περ; mit dem ind., εἰ μάλα κάρτερός ἐσσι, wenn du sehr stark bist, was dir nicht bestritten wird, Il. 1, 178; häufig c. optat., wenn auch noch so sehr, wie sehr auch, wo die Sache als möglich zugestanden wird, εἰ μάλα μιν χόλος ἵκοι, wenn der Zorn ihn auch sehr, auch noch so sehr überkäme, Il. 17, 399 Od. 5, 485. 8, 139. 22, 13. So auch μάλα περ, cum partic., οὔτ' οὖν Τηλέμαχον μάλα περ πολύμυϑον ἐόντα, οὔτε ϑεοπροπίης ἐμπαζόμεϑα, Od. 2, 200, obwohl er sehr, oder: wenn er auch nach so viel Worte macht, Il. 14, 58. 13, 317. 17, 710 u. sonst; eben so bei καὶ μάλα περ u. καίπερ μάλα, Il. 1, 217. 17, 571. In den meisten Fällen ist es auch hier zu einem adj. zu ziehen. – In Il. 10, 249, μήτ' ἄρ με μάλ' αἴνεε μήτε τι νείκει, lobe mich weder sehr, noch tadele mich, übersetzt man unnöthigerweise »zu sehr«, vgl. Od. 14, 464.
2) Compar. μᾶλλον, mehr, stärker, heftiger; – a) wie der Positiv bei Adjectivis, einen höheren Grad anzuzeigen, auch = eh er, lieber, Il. 5, 231. 12, 344 Od. 1, 351; τεϑνάναι βούλεσϑαι μᾶλλον ἢ ζώειν, Her. 7, 46; oft bei Plat., wie Rep. IX, 585 c; im Ggstz von ἧττον, Prot. 356 a, ἐν τῇ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον ἕδρᾳ Phil. 24 c, u. A. Der Vergleichungssatz mit ἤ fehlt oft, wo er sich aus dem Zusammenhange leicht ergänzen läßt, s. Krüger zu Xen. An. 7, 3, 3. Verstärkt πολὺ μᾶλλον, viel mehr, Il. 9, 700; μᾶλλον πολλῷ ἵεσαν τῆς φωνῆς, Her. 4, 135, wie Plat. Phaed. 76 b; öfter auch πολλῷ μᾶλλον, 80 e; ἔτι μᾶλλον, noch mehr, oft bei Hom., wie Plat. Euthyd. 283 c u. A., auch μᾶλλον ἔτι, Od. 1, 322, u. καὶ μᾶλλον, Il. 8, 470, Od. 2, 334; ἔτι καὶ μᾶλλον, Pind. P. 10, 57; u. καὶ μᾶλλον ἔτι, und auch mehr noch, Od. 18, 22; ἔτι καὶ πολὺ μᾶλλον, auch noch viel mehr, Il. 23, 286. 429; aber μᾶλλόν τι, etwas mehr, Xen. An. 4, 8, 26, Plat. Prot. 327 b u. öfter, was bei Her. oft absolut gebraucht ist für »ziemlich«, »sehr«, »gar sehr«, μᾶλλόν τι ἔσπευσαν εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσϑαι, 1, 74, vgl. 114. 8, 41; – mehr und mehr, immer mehr, φιλεῖ με κηρόϑι μᾶλλον, Od. 15, 370 u. öfter; so auch ἐπὶ μᾶλλον, Her. 1, 94; ἐπὶ μᾶλλον ἰὸν τὸ ὕδωρ ἐς τὸ ϑερμὸν πελάζει, 4, 181; vgl. Plat. Legg. II, 671 a. – Auch wie ἄγαν, zu sehr, ϑερμαίνεσϑαι μᾶλλον διαλεγόμενος, Plat. Phaed. 63 d, vgl. Rep. III, 410 e. – b) auch zum compar. wird es nicht selten gesetzt, wo theils der Vergleichungssatz ausgelassen ist, theils dabei steht, ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσϑε κείνου τεϑνηῶτος ἐναιρέμεν, Il. 24, 243, leichter, mehr als damals, wo Hektor noch lebte; τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος, Aesch. Spt. 655, vgl. Suppl. 276; μᾶλλον ἆσσον, Soph. Ant. 1195; μᾶλλον εὐτυχέστερος, Eur. Hec. 377 Hipp. 485; Her. ἄμεινον ἀνϑρώπῳ τεϑνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν, eigtl. es ist besser für die Menschen, lieber zu sterben als zu leben, 1, 31; οὐ γὰρ ὁ μέγα πλούσιος μᾶλλον τοῦ ἐπ' ἡμέρην ἔχοντος ὀλβιώτερός ἐστι, 1, 32 u. öfter; αἰσχυντηροτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος, Plat. Gorg. 487 b Phaed. 79 e u. öfter; bes. der Deutlichkeit wegen, vor ἤ den Comparativ wieder aufnehmend, wenn ein Zwischensatz diesem gefolgt ist, vgl. Gorg. 482 d; Xen. An. 4, 6, 11 u. sonst. – c) μᾶλλον δέ steht bes., wo der Redende das Gesagte verbessert, vielmehr, Ar. Plut. 633; ἄκουε δή, μᾶλλον δ' ἀποκρίνου, Plat. Rep. X, 595 c; χαλεπόν, μᾶλλον δὲ ἀδύνατον εἶναι, Tim. 57 e; μᾶλλον δ' εἰ βούλει, oder wenn du lieber willst, Phil. 23 c; Xen. Hem. 3, 13, 6 u. Folgde, wie Pol. 2, 56, 2 u. öfter. – d) οὐδὲν μᾶλλον, um Nichts mehr, Plat. Gorg. 464 a; Xen. Mem. 3, 12, 1; οὐδέν τι μᾶλλον, Plat. Phaed. 87 d u. öfter; Her. setzt noch ἢ οὐ hinzu, οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπὶ ὑμέας, um Nichts mehr gegen uns als gegen euch, d. i. eben so gut gegen euch wie gegen uns, 4, 118, vgl. 5, 94. 7, 16, 3; keineswegs, Thuc. 2, 70; auch geradezu οὐ μᾶλλον ἤ –, nicht sowohl als vielmehr. – Sp., wie Pol. verbinden es auch so mit ὡς, μηδενὶ καϑήκειν μᾶλλον ὡς ἐκείνῳ, 7, 4, 5.
3) Superl. μάλιστα, – a) am meisten, zumeist, am stärksten, besonders, vorzugsweise, Hom. u. Folgde; μῦϑος δ' ἄνδρεσσι μελήσει πᾶσι, μάλιστα δ' ἐμοί, Od. 21, 352; mit dem Positiv den Superlativ umschreibend, Il. 14, 460; aber auch mit dem Superlativ verbunden, ἔχϑιστος μάλιστα, μάλιστα φίλτατος, 2, 220. 24, 334; μάλιστα πάντων ἀνϑρώπων, Her. 2, 37; ὅςπερ εὐδοκιμεῖ μάλιστα τῶν μαϑητῶν, Plat. Prot. 313 a, Folgde; – ἐν τοῖς μάλιστα, s. unter ἐν 2 c; auch ἐς τὰ μάλιστα, Her. 1, 20, u. ἐς μάλιστα, am meisten; auch ἐπὶ μάλιστα, vgl. Lob. zu Phryn. p. 48; u. τὰ μάλιστα allein, Aesch. Spt. 1070; Her. 2, 147; τοὺς ἄλλους κλητέον, καὶ δὴ καὶ τὰ μάλιστα Μνημοσύνην, Plat. Critia. 108 d; ἀνὴρ δόκιμος ὁμοῖα τῷ μάλιστα, so berühmt, wie der, der es am meisten ist, Her. 7, 118. 141; σέβουσι τὴν πίστιν ὁμοῖα τοῖσι μάλιστα, 3, 8; – ὡς οἷόν τε μάλιστα, ὅ τι μάλιστα δύνασαι u. ä., so sehr wie möglich, Plat. Gorg. 510 b Soph. 239 b, u. einfach ὅτι μάλιστα, oft. – In der Frage τί μάλιστα; quid potissimum? was denn? wie so denn? Plat. Conv. 218 c Gorg. 448 d; u. in der Antwort, stark bejahend, ja wohl, maxime, Prot. 311 e u. öfter, Ar. Plut. 826, Xen. Mem. 2, 7, 5, bes. καὶ μάλιστα; – auf ähnliche Weise in Zugeständnissen, εἴτε ὅτι μάλιστα εἴη, πολλἡ ἀνάγκη αὐτὰ εἶναι ἄγνωστα, und wenn es auch noch so sehr wäre, sein sollte, Plat. Parm. 135 a, vgl. Euthyd. 4 d, εἰ ὅτι μάλιστα ἀπέκτεινεν, Crat. 435 a, öfter. – Eben so nachdrücklich steht es, wenn ein εἰ δέ oder εἰ δὲ μή folgt, μάλιστα μὲν σιγᾶσϑαι, εἰ δὲ ἀνάγκη τις ἦν λέγειν, δι' ἀποῤῥήτων ἀκούειν ὡς ὀλιγίστους, am liebsten bleibt es ganz verschwiegen, od. wenigstens –, Plat. Rep. II, 378 a; πεῖσαι μάλιστα μὲν καὶ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας, εἰ δὲ μή, τὴν ἄλλην πόλιν, III, 414 c; μάλιστα μὲν μηδ' εἰς φῶς ἐκφέρειν – ἐὰν δέ τι βιάσηται, οὕτω τιϑέναι, am liebsten es gar nicht ans Licht zu bringen, oder wenigstens es so auszusetzen, V, 461 c. – b) für den compar. μᾶλλον, mit folgdm ἤ, Eur. I. A. 1594; Ap. Rh. 3, 91; vgl. Schäfer, D. Hal. C. V. p. 283. – c) bes. bei Bestimmungen der Zahl wird μάλιστα oft gebraucht, um anzugeben, daß die gegebene Bestimmung zwar nicht ganz genau ist, aber der Wahrheit am nächsten kommt, ἀνδρῶν μάλιστά κη τριςμυρίων, Her. 8, 65, ἐκ τριῶν ἐτέων κου μάλιστα, 7, 21; auch von ungefährer Ortsbestimmung, ὡς ἐς μέσον μηρὸν μάλιστά κη, 1, 191; ἐν ἔτεσι πεντήκοντα μάλιστα, vor 49 Jahren, Thuc. 1, 118, vgl. 1, 93; ἔτει ἑκατοστῷ μάλιστα, 8, 68, obgleich es nur 99 Jahre sind, also nicht mit Thiersch »mehr als«, für einen Ueberschuß über die genannte Zahl zu erklären; in den meisten Fällen scheint vielmehr die Zahl bei μάλιστα den höchst möglichen Ansatz auszudrücken u. unserm »höchstens«, »wenns hoch kommt« zu entsprechen; dah. sagt Thuc. auch ἔτη μάλιστα τετρακόσια καὶ ὀλίγῳ πλείω, 1, 18; τὸ ἥμισυ μάλιστα καὶ τὸ πλέον, 8, 80; vgl. Dem. 27, 17; περὶ ἔτη μάλιστα πέντε καὶ ἑξήκοντα, Plat. Parm. 127 b u. öfter; auch μάλιστα σφᾶς μεσοῠν δειπνοῦντας, Conv. 175 c; Folgde; μάλιστά πως ἔτει πέμπτῳ, Pol. 2, 41, 13.
-
13 νέμω
A , ([etym.] ἀπο-) Pl.Phlb. 65b, later : [tense] aor. ἔνειμα, [dialect] Ep.νεῖμα Il.3.274
: [tense] pf. νενέμηκα ([etym.] δια-) X.Cyr.4.5.45:—[voice] Med., νέμομαι, [tense] fut.νεμοῦμαι Th.4.64
, D.21.203; [dialect] Ion. νεμέομαι ([etym.] ἀνα-) Hdt.1.173; laterνεμήσομαι D.H.8.71
, Plu.Crass.14, etc.: [tense] aor.ἐνειμάμην Th.8.21
, etc. ( ἐνεμησάμην is f.l. in Clearch.10, Hp.Oss.18 ([etym.] ὑπο-)):—[voice] Pass., [tense] fut.νεμηθήσομαι Plu. Agis14
(also νεμήσομαι in pass. sense ([etym.] δια-) App.BC4.3): [tense] aor. , D.36.38 (also in med. sense ([etym.] κατ-) Plu.Per.34, Ath.15.677e): [tense] pf. , etc. (also in med. sense, D.47.35).—Hom. uses of the [voice] Act., only [tense] pres., [tense] impf., and [tense] aor.; of the [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf.A deal out, dispense, freq. in Hom., esp. of meat and drink, μοίρας, κύπελλα, κρέα, μέθυ ν., Od.8.470, 10.357, Il.9.217, Od.7.179, cf. IG12.10.3, al.; οἱ γεωνόμοι νειμάντων τὴν γῆν ib.45.7: then generally, distribute, of the gods,Ζεὺς.. νέμει ὄλβον.. ἀνθρώποισιν Od.6.188
;Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει Pi.I.5(4).52
, cf. P.5.55;θεῶν τὰ ἴς α νεμόντων Hdt.6.11
, 109;Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ' ἐννόμοις A.Supp. 403
(lyr.); [Διὶ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον ν. leave vengeance to Zeus, S.El. 176 (lyr.); of men,ν. δευτερεῖά τινι Hdt.1.32
;τρίτον μέρος τῶν σκύλων τισί Th.3.114
; μοῖραν ν. τινί pay one due honour, respect, A.Pr. 294 (lyr.); μητρὸς τιμὰς ν. respect her privileges, Id.Eu. 624 (but πρόσω ν. τιμάς extend one's privileges, ib. 747);Λύκῳ κῆπον Εὐβοίας νέμει S.Fr.24
; Πολυκράτης μητέρα νέμει P. allots a mother (to you), prov. in Duris63 J.;εἰ πατρὸς νέμοι τιν' ὤραν τοῦ καλῶς πράσσειν δοκεῖν S. Tr.57
;τὸ σὸν γέρας τιμὴν ἐμοὶ ν. Id.Ph. 1062
;ἐκείνῳ.. αἰτίαν νέμει Id.Aj.28
; ν. αἵρεσιν give one a choice, ib. 265; affords, vouchsafes,E.
Hipp. 745 (lyr.); τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν. observe it, S.Tr. 398;τῷ.. ὄχλῳ πλέον ν. E.Hec. 868
;μήτε οἴκτῳ πλέον ν. μήτ' ἐπιεικείᾳ Th.3.48
;τὸ ἧσσον ἀδικίᾳ E.Supp. 380
(lyr.); τῷ φθόνῳ πλέον μέρος ib. 241; ;ἔλασσόν τινι Antipho 5.10
;χάριν τινί Ar.Av. 384
;πενίᾳ καὶ πλούτῳ τιμὴν ν. Pl.Lg. 696a
; of judges, κολαστὴν.. θάνατον ν. ib. 863a;συγγνώμην τισί Gal.6.753
: c. inf., (lyr.):—[voice] Pass., νέμεται ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας is freely bestowed upon them, Hdt.9.7.α'; κρέα νενεμημένα portions of meat, X.An.7.3.21; πλεῖστα μέρη ἡ οὐσία νενεμημένη distributed into.., Pl.Prm. 144d.2 pay out, distribute a bandage, in [voice] Act. and [voice] Pass., Hp. Off.8,22, Fract.4,16, Sor.Fasc.4, al.3 allot, distribute in groups,πρὸς τὴν λῆξιν ἑκάστην Arist.Ath.30.3
, cf. 31.3 ([voice] Pass.);νεῖμαί τινας ἐς τὰς φυλὰς δέκαχα IG22.1.33
:—[voice] Pass.,ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῖς Arist.Ath.8.3
, cf. 63.4.II [voice] Med., distribute among themselves: hence, have and hold as one's portion, possess,πατρώϊα πάντα νέμεσθαι Od.20.336
: mostly of land, τεμένεα, τέμενος, 11.185, Il.12.313;ἔργα 2.751
, Hes.Op. 119; πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐνειμάμην (sc. οὐσίαν) Lys.16.10, cf. 19.46; τἄλλα νεμομένη administering.., Hdt.4.165; τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, Id.7.112, Th. 1.100; [τὰ λήμματα] ἃ νέμεσθε which you enjoy, D.3.33: abs., ἔμ' οἴεσθ' ὑμῖν εἰσοίσειν ὑμᾶς δὲ νεμεῖσθαι; that you shall reap the fruit, Id.21.203.2 reap the fruit of: hence, dwell in, inhabit,ἄλσεα νέμεσθαι Il.20.8
; freq. with names of places, spread over, occupy a country, Ἰθάκην, Ὑρίην νέμεσθαι, Od.2.167, Il.2.496;ἀγρούς Pi.P.4.150
;τὸ πρὸς τὴν ἠῶ Hdt.4.19
, etc.;νεμόμενοι τὰ αὑτῶν.. ὅσον ἀποζῆν Th.1.2
.3 in Pi., of Time, spend, pass, αἰῶνα, ἁμέραν, O.2.66, N.10.56: abs., live,ἡσυχᾷ νεμόμενος P.11.55
.III from Pi. onwards, [voice] Act. is found in sense of [voice] Med., hold, possess,ἕδος Ὀλύμπου ν. O.2.12
;ἔνδον ν. πλοῦτον κρυφαῖον I.1.67
; inhabit,γῆν ν. Hdt.4.191
;χωρίον κοινῇ ν. Th.5.42
; (lyr.); ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας to have as many husbands as possible, Str.11.13.11: abs., hold land, occupy, dwell,ν. περὶ τὴν λίμνην Hdt.4.188
:—[voice] Pass., of places, to be inhabited,πάντα ὑπὸ βαρβάροισι νέμεται Id.7.158
: abs., of a country, maintain itself, be constituted, Th.1.5,6.2 hold sway over, manage,πόλιν Hdt. 1.59
, 5.29; τὰς Ἀθήνας ib.71, etc.;λαόν Pi.O.13.27
; (lyr.);ἀστραπᾶν κράτη ν. S.OT 201
(lyr.); κράτη καὶ θρόνους ib. 237, cf.Aj. 1016; (Ptolemais, iii B.C.); (lyr.); οἴακα ν. wield, manage it, A.Ag. 802 (anap.);ἀσπίδ' εὔκυκλον ν. Id.Th. 590
; ἰσχὺν ν. ἐπὶ σκήπτροις support oneself on staves, Id.Ag.75 (anap.); ν. γλῶσσαν use the tongue, ib. 685 (lyr.);ν. πόδα Pi.N.6.15
: abs., hold sway,ὃς Συρακόσσαισι ν. Id.P.3.70
.3 hold, consider as..,σὲ νέμω θεόν S.El. 150
(lyr.), cf. 598, Tr. 483, Aj. 1331 (so in [voice] Pass., οὐδέ μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται seems not to me fitly said, Simon.5.9): in Prose, προστάτην νέμειν τινά register as one's patron, Isoc.8.53, Hyp.Fr.21, Arist.Pol. 1275a12;ἡγεμόνα ν. τινά Agatharch.Fr.Hist.17J.
; ἀθλητῶν τοὺς μὴ νενεμημένους ἢ σεσωμασκηκότας unproved athletes, Plb. 6.47.8.B of herdsmen, pasture, graze their flocks, drive to pasture, abs.,ἐπῆλθε νέμων Od.9.233
; [χώραν] ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν both for pasture and tillage, Pl.R. 373d: c. acc.,ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ βοῦς Hdt.8.137
;μῆλα E.Cyc.28
, etc.; κτήνη πληγῇ ν. drive them afield with blows, Pl.Criti. 109c, cf. Heraclit.11 ([voice] Pass.).2 more freq. in [voice] Med., of cattle, feed, graze, Il.5.777, 15.631, Od.13.407, Hdt. 8.115, etc.: c. acc. loci, range over,ὡς λέαινα.. δρύοχα νεμομένα E.El. 1163
(lyr.);κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Pi.N.3.82
: c. acc. cogn., feed on,νέμεαι.. ἄνθεα ποίης Od.9.449
;νομάς Hdt.1.78
; ;τὰ λευκὰ σήσαμα Ar.Av. 159
; of men, eat, S.Ph. 709 (lyr.).b metaph., of fire, consume, devour, Il.23.177, Hdt.5.101; alsoτὸ ψεῦδος.. νέμεται τὴν ψυχήν Plu.2.165a
.c Medic., abs., of ulcers, spread,ἐνέμετο πρόσω Hdt.3.133
, cf. Thphr.HP9.9.5; of gangrene, prob. in D.S.17.103; of thrush, Asclep. ap. Gal.12.995;ἐπὶ μᾶλλον ν. Aret.CA1.9
; ἐς τὸ εἴσω ν. ibid.; of a swelling,ὄγκος νεμόμενος Philum.Ven.17.1
.II c. acc. loci, ὄρη νέμειν graze the hills [with cattle], X.Cyr.3.2.20:—[voice] Pass.,[τὸ ὄρος] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσί Id.An. 4.6.17
.2 metaph., πυρὶ νέμειν πόλιν waste a city by fire, give it to the flames, Hdt.6.33:—[voice] Pass., πυρὶ χθὼν νέμοιτο were being devoured, wasted by fire, Il.2.780;πυρὶ νέμεται.. ἡ φάλαγξ Plu.Alex. 18
. (Cf. OHG. neman 'take', Avest. n[schwa]mah- 'loan', Lith. nuoma 'rent', 'usury'.) -
14 всё
επίρ.1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.
2. μέχρι τώρα, και τώρα•он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.
3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.
4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•
всё более и более όλο και πιο πολύ.
5. όμως, εν τούτοις, αλλά•как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).
εκφρ.всё ж – κ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως. -
15 βιάζω
A constrain, [voice] Act. once in Hom.,ἦ μάλα δή με βιάζετε Od.12.297
;ἐβίασε τὴν γυναῖκά μου Alc.Com.29
: abs., εἰ πάνυ ἐβίαζον if they used force, Hp.Epid.2.24; cf. infr.1.2:—[voice] Pass., [tense] fut.βιασθήσομαι Paus. 6.5.9
: [tense] aor. ἐβιάσθην, [tense] pf. βεβίασμαι (v. infr.):— to be hard pressed or overpowered,βελέεσσι βιάζεται Il.11.589
; βιάζετο γὰρ βελ. 15.727;βιασθέντες λύᾳ Pi.N.9.14
;νόσῳ Ar.Fr.20
(= Trag.Adesp.70); to be forced or constrained to do, c. inf., Id.Th.890: c. acc. cogn.,βιάζομαι τάδε S.Ant.66
, cf. 1073; ;ἐπεὶ ἐβιάσθη Th.4.44
;ὑπό τινος Id.1.2
; opp. ἀδικεῖσθαι, ib.77;βιασθεὶς ἄκων ἔπραξεν D.6.16
;ἵνα ἢ συγχωρήσωσιν.. ἢ βιασθῶσιν Id.18.175
; ; βεβιασμένοι forcibly made slaves, X.Hier.2.12; πόλεις βεβ. Id.HG5.2.23: ; τὸ βιασθέν those who are forced, Arist.Pol. 1255a11; of things, τοὔνειδος ὀργῇ βιασθέν forced from one by anger, S.OT 524; τὸ βεβιασμένον forced to fit a hypothesis, Arist.Metaph. 1082b2; βεβ. σχήματα forced figures of speech, D.H.Th.33, cf. Porph.Antr. 36.2 [voice] Act., make good, suffice to discharge a debt, PFlor.56.13.II more freq. βιάζομαι, [tense] aor. [voice] Med. ἐβιασάμην, [tense] pf.βεβίασμαι D.19.206
, Men.Sam.63, D.C.46.45:—overpower by force, press hard,ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.229
, etc.; β. τοὺς πολεμίους dislodge them, X.An.1.4.5; β. νόμους to do them violence, Th. 8.53; βιασάμενος ταῦτα πάντα having broken through all these restraints, Lys.6.52; β. γυναῖκα force her, Ar.Pl. 1092; opp. πείθειν, Lys.1.32; β. αὑτόν lay violent hands on oneself, Pl.Phd. 61c, 61d; β. τινά, c. inf., force one to do, X.An.1.3.1; τί με βιάζεσθε λέγειν; Arist. Fr.44: with inf. omitted, β. τὰ σφάγια force the victims [ to be favourable], Hdt.9.41;β. ἄστρα Theoc.22.9
: c. dupl. acc.,αὐδῶ πόλιν σε μὴ β. τόδε A.Th. 1047
.2 c. acc. rei, carry by force, βιάσασθαι τὸν ἔκπλουν force an exit, Th.7.72;τὴν ἀπόβασιν Id.4.11
: c. acc. neut., And.4.17, X.HG5.3.12.3 abs., act with violence, use force, A.Pr. 1010, Ag. 1509 (lyr.), S.Aj. 1160, etc.;πρὸς τὸ λαμπρὸν ὁ φθόνος βιάζεται Trag.Adesp.547.12
; opp. δικάζομαι, Th.1.77; β. διὰ φυλάκων force one's way, Id.7.83; β. ἐς τὸ ἔξω, β. εἴσω, ib.69, X.Cyr.3.3.69;δρόμῳ β. Th.1.63
: c. inf.,β. πρὸς τὸν λόφον ἐλθεῖν Id.7.79
; βιαζόμενοι βλάπτειν using every effort to hurt me, Lys.9.16; but βιαζόμενοιμὴ ἀποδιδόναι refusing with violence to repay, X.HG5.3.12: esp. in part., ἵνα βιασάμενοι ἐκπλεύσωσι may sail out by forcing their way, Th.7.67;συνεξέρχονται βιασάμενοι X.An.7.8.11
; ἐπὶ μᾶλλον ἔτι β. (of a famine) grow worse and worse, Hdt.1.94.4 contend or argue vehemently, c. inf., Pl.Sph. 246b; β. τὸ μὴ ὂν ὡς ἔστι κατά τι ib. 241d: abs., persist in assertion, D.21.205. -
16 ψύχω
Aψύξω Alex.25.10
, Arist.PA 653b4: [tense] aor.ἔψυξα Il.20.440
, Hp.Flat.7: [tense] pf. ἔψῡχα Ps.-Hdn.Gr. in An. Ox.3.256; butἔψῠχα Choerob. in Theod.2.73
H.:—[voice] Pass., [tense] fut.ψυχθήσομαι Hp.Acut.
(Sp.) 15: [tense] fut. 2ψῠγήσομαι Ev.Matt.24.12
(v.l. ψῠχήσομαι), Gal.11.388: [tense] aor.ἐψύχθην Hp.Epid.5.19
, Pl.Ti. 60d, 76c, X.HG7.1.19, cf. ἀναψύχω: [tense] aor. 2 ἐψύχην [pron. full] [ῠ] Ar.Nu. 151, ([etym.] ἀπ-) A.Fr. 104, Pl.Phdr..242a;κατα-ψῠχῆναι Inscr.Magn.103.55
(ii B. C.): laterἐψύγην Dsc.1.55
, Gal.7.748, ([etym.] δια-) PSI6.603.11 (iii B. C.), cf. Moer.p.421 P.: [tense] pf.ἔψυγμαι Hp.Vict.1.33
, Pl.Criti. 120b, Alex.124.15:—breathe, blow,Ἀθήνη.. ἦκα μάλα ψύξασα Il.20.440
.II make cool or cold (not necessarily by blowing), ἀπιὼν ἐπὶ μᾶλλον ψύχει (sc. ὁ ἥλιος) Hdt.3.104, cf. Hp.VM16 (v.l. for διέψυξε); opp. θερμαίνω, Pl.Phdr. 268b;θερμὸν ψύχεται Heraclit. 126
;ψῦξον τὸν οἶνον Diph.56
, cf. Isoc.15.287:—[voice] Pass., grow cool or cold, Hdt.4.181, Ar.Nu. 151, Pl.Phd. 71b, Arist.Pr. 931a1;οἶνον.. ψυχόμενον ἐν τῷ φρέατι Stratt.57
; of fire, to be put out, Pl.Criti. 120b: metaph., will grow cold,Ev.Matt.
l. c.2 cool, refresh, θάλπουσα καὶ ψύχουσα, of a nurse tending a child, Trad.Adesp. 7.2: intr. in [voice] Act., seek the cool air, Nic.Th. 473, LXX 4 Ki.19.24.3 chill, torment, ἀμφάκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν (Meineke cj. ψήχειν) A.Pr. 693 (lyr.); of death,ψύξει σε δαίμων τῷ πεπρωμένῳ χρόνῳ Alex.25.10
;ἀπαράμονοι καὶ ψύχοντες τὰς πρώτας πράξεις Vett.Val.44.28
;τοὺς γάμους Id.116.7
:—[voice] Pass.,ψύχετ' ἀμηχανίῃ A.R.4.1527
.4 metaph. in [voice] Pass., to be frigid, Longin.27.1.III dry, make dry,δάκρυα δ' οὐ ψύχει γενέτης ἐμός IG3.1335.13
;ψ. τι πρὸς τὸν ἥλιον LXX Je.8.2
: air,ἱμάτια Arr.Epict.1.18.13
:—[voice] Pass., X.Cyn.5.3; οὗ τὰ σῦκα ψύχεται, gloss on τρασιά, Phot.: in Hom. generally of drying in the wind, opp. τερσήμεναι of drying in the sun, Sch.Il.11.621. (Fr. signf. I comes ψυχή perhaps, but v. ψυχή: signf. 11 (and with it ψῦχος, ψυχρός, etc.) comes fr. signf. I: also signf. 111 fr. signf. 1.) [[pron. full] ῡ always, exc. in [tense] aor. 2 [voice] Pass., v. Ar.Nu. 151.] -
17 ἐπιτείνω
ἐπι-τείνω, (1) darauf, darüber spannen; ἐπιτείνεσκε ἐπὶ τἡν γέφυραν ξύλα, legte darüber. Gew. (2) anspannen (eine Saite). Übertr., anstrengen; steigern; ἐπιταϑέντας ταῖς εὐνοίαις, vom erhöhten Wohlwollen; absolut, ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν, wie wir sagen: er spannte die Saiten noch höher; ἐπέτεινεν ὁ λιμός, die Hungersnot stieg; vom Fieber. Pass. sich anstrengen; ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σίτου πλείω χρόνον ἐπιταϑῆναι, längere Zeit damit auskommen, reichen -
18 ἐπιτύφω
ἐπι-τύφω, u. ἐπι-τυφόω, in Rauch aufgehen lassen, pass. angebrannt, versengt werden; Τυφῶνος μᾶλλον ἐπιτεϑυμμένος, mehr noch entflammt; übertr., in Liebesflammen entzündet werden, sich verlieben -
19 ἐπισπάω
A draw or drag after one, Hdt.2.121.δ; ἦγ' ἐπισπάσας κόμης by the hair, E.Hel. 116, cf. Tr. 882, Andr. 710:— [voice] Med., X.An.4.7.14:—[voice] Pass., ἐπισπασθῆναι τῇ χειρί with the hand, Th.4.130.2. metaph., bring on, cause,τοσόνδε πλῆθος πημάτων A.Pers. 477
.3. pull to,τὴν θύραν X.HG6.4.36
; cf. ἐπισπαστήρ: ἐπισπασθέντος τοῦ βρόχου being drawn tight, D.24.139.4. attract, gain, win, :—freq. in [voice] Med.,ἐπισπᾶσθαι κέρδος Hdt.3.72
;εὔνοιαν Plb.3.98.9
; (Magn. Mae., ii B.C.);ἔχθραν AP11.340
(Pall.); welcome, Ph.1.384; ἐπισπᾶσθαι πώγωνα get one a beard, Luc.JTr.16; induce,ὕπνον ἐκπώμασιν Lib.Or.56.26
; attract,σίδηρον Phld.Sign.1
.5. draw on, allure, persuade, :—[voice] Med.,ὁ λόγος.. ἂν ἐπισπάσαιτο Th.3.44
, cf. 5.111; ἐ. ἡ πέρδιξ [τὸν θηρεύοντα] Arist.HA 613b19; θάτερον παρεμπῖπτον ἐπεσπάσατο.. τὸ ἕτερον ἐπινόημα induced, provoked, Epicur.Nat. 137 G.: c.inf., induce to do, ἐπισπάσασθαι [ἂν] αὐτοὺς ἡγεῖτο προθυμήσεσθαι he thought it would induce, invite them to make the venture, dub. l. in Th.4.9; ἐπισπᾶσθαί τινα ἐμπλησθῆναιδακρύων τὰ ὄμματα X.Cyr.5.5.10
;ἐ. τοὺσπολεμίους ἐφ' ἑαυτόν Plu.Phil. 18
, cf. Mar.11, 21, 26; but τοὺς πολεμίους εἰς τόπους allure, entice, Plb. 3.110.2, etc.:—[voice] Pass., ἐπισπώμενον εἰς τἀναντία πολλάκις ἅμα though often he is being drawn in opposite directionsatonce, Pl.Lg. 863e; φοβοῦμαι μὴ πάντες.. ἐπισπασθῶσιν πέρα τοῦ συμφέροντος [πολεμῆσαι] D. 5.19; (iii B.C.); ἐπεσπάσθηνφιλονεικεῖν Demetr.Lac.Herc.1055.23F.
6. [voice] Med., absorb, τὰ σιτία- σπᾶται τὴν ὑγρότητα Arist.Pr. 868b30
;τὰ ἐριναστὰ [σῦκα] ἐ. τὸν ὀπόν Thphr.CP2.9.12
; quaff, of a drinker, ἀπνευστὶ ἐ. Gal.15.500, cf. Luc. DDeor.5.4; of infants, suck,γάλα Sor.1.88
; of cupping instruments, Hp.VM22; draw in,πνεῦμα Phld.D.3.13
:—[voice] Pass., of air, to be sucked in, Arist.Pr. 931b22.7. [voice] Med., draw in, call in,Πύρρον Plb.1.6.5
; φυλακὴν καὶ βοήθειαν παρά τινος ib.7.6;μάρτυρας -ᾶται τοὺς μουσικούς Phld.Po.5.1425.8
:—[voice] Pass., to be called in, forced to work,εἴς τι PTeb. 27.4
(ii B.C.).8. in [voice] Pass., of the sea, ἐπισπωμένη βιαιότερον returning with a rush after having retired, Th.3.89.II. overturn: hence proverb., ὅλην τὴν ἅμαξαν ἐπεσπάσω you have `upset the apple-cart', Luc.Pseudol.32.III. [voice] Med., draw the prepuce forward, become as if uncircumcised,μὴ ἐπισπάσθω 1 Ep.Cor.7.18
; of the nurse, ἐπισπάσθωτὴν ἀκροποσθίαν Sor.1.113
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπάω
-
20 ἐπιφρονέω
A to be shrewd, prudent, only in part. fem. ἐπιφρονέουσα, = ἐπίφρων, Od.19.385 (exc. that Pl.R. 424b substitutes it for the Verb in the Hom. phrase ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνθρωποι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφρονέω
См. также в других словарях:
μάλλον — (AM μᾱλλον, Α ιων. τ. μάλιον, δωρ. τ. μαλλότερον) επίρρ. 1. πιο πολύ, σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερο («μᾱλλον τοῡ ξυμφέροντος» περισσότερο από όσο συμφέρει, Αντιφ.) 2. προτιμότερο, καλύτερα, κάλλιο («οὐ πώποτ ἔργου μᾱλλον εἱλόμην λόγους», Ευρ.) … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia